Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 356, 22/4/2017
Η Κίνα διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου ΑΕΠ – Το χρέος καλπάζει προς το 350%, κρίσιμο όριο-πλαφόν για την ανάπτυξη – Αυξημένες οι εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού με τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση
του Παύλου Δερμενάκη
Δημοσιεύθηκαν προσφάτως με διαφορετικές ευκαιρίες μια σειρά από παγκόσμια μεγέθη η επεξεργασία των οποίων οδηγεί σε χρήσιμες γνώσεις και συμπεράσματα πολιτικά.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ το 2015, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ήταν 74 τρισ. δολάρια και αφορά 217 κράτη. Από αυτή την παγκόσμια παραγωγή το ένα τέταρτο προέρχεται από τις ΗΠΑ. Η Κίνα είναι δεύτερη παγκoσμίως με 14,8% και ακολουθεί η Ιαπωνία με 5,9%.
Σε πτωτική τροχιά το μερίδιο της Ε.Ε.
Γεωγραφικά η Ασία ξεπέρασε σε ΑΕΠ το σύνολο της αμερικανικής ηπείρου, ενώ η Ευρώπη είναι τρίτη σε μέγεθος. Η Ε.Ε. χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο αντιπροσωπεύει το 18,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ με πτωτική όμως τάση. Η Γερμανία, παρά τις εξαγωγικές της επιδόσεις, αντιπροσωπεύει το 4,54% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το περιορισμένο αυτό μέγεθος αποδεικνύει ότι μόνη της, χωρίς τη «γερμανική Ευρώπη» που οικοδομεί με την ευρωζώνη και την Ε.Ε., δεν μπορεί να παίξει έναν υπολογίσιμο παγκόσμιο ρόλο οικονομικά και πολιτικά. Το Ηνωμένο Βασίλειο με μερίδιο 3,9% στην 5η θέση βρίσκεται σε αναζήτηση της νέας του θέσης στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη μετά την αποχώρησή του από την Ε.Ε.
Στο συνοδευτικό πίνακα φαίνονται τα στοιχεία των 20 μεγαλύτερων χωρών όσον αφορά το ΑΕΠ χωρών καθώς και η σχετική γεωγραφική κατανομή.
Από τους ρυθμούς ανάπτυξης της τελευταίας 15ετίας τεκμαίρεται ότι μέχρι το 2035 στην πρώτη θέση παγκοσμίως θα μπορεί να είναι η Κίνα. Σε πρόσφατη μελέτη της η Price Waterhouse Coopers (PWC) για την εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας το 2050 αναφέρει ότι στις επόμενες τρεις δεκαετίες αναμένεται να σημειωθούν μεγάλες αλλαγές όσον αφορά την οικονομική δύναμη των χωρών. Η ανάπτυξη θα προέλθει κυρίως από τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες χώρες με αποτέλεσμα να χάσουν «έδαφος» οι ΗΠΑ, να κυριαρχήσει η Κίνα και να διαμορφωθεί η Ρωσία στην ισχυρότερη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη. Με αυτές τις εκτιμήσεις πρώτη θα είναι η Κίνα ακολουθούμενη από την Ινδία, και στην Τρίτη θέση οι ΗΠΑ. Ακολουθούν κατά σειρά Ινδονησία, Βραζιλία, Ρωσία, Μεξικό, Ιαπωνία, Γερμανία (9η από 4η το 2015) και Ηνωμένο Βασίλειο συμπληρώνοντας δεκάδα και στην 11 θέση προβλέπεται να είναι η Τουρκία.
Αυξάνεται και η φούσκα του χρέους
Το Institute of International Finance (IIF) δημοσιοποίησε πρόσφατα τα στοιχεία για το παγκόσμιο χρέος (ιδιωτικό και δημόσιο) το οποίο εκτιμάται σε 215 τρισ. δολάρια στο τέλος 2016 και αντιστοιχεί στο 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ (320% το 2015). Το 2016 το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 7,6 τρισ. δολάρια εκ των οποίων τα μισά ήταν κρατικό χρέος. Επίσης, ιδιαίτερα έντονη το 2016 ήταν η αύξηση του χρέους των αναδυόμενων χωρών με τη «μερίδα του λέοντος» να έχει η Κίνα.
Στη δεκαετία 2006-2016 και εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 52,5%. Από 144 τρισ. δολάρια το 2007, πριν από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, έφτασε τα 215 τρισ. το 2016. Η κρίση ήταν ένας από τους παράγοντες που φούσκωσαν υπέρμετρα το παγκόσμιο χρέος στην προσπάθεια να σωθούν οι τράπεζες αλλά και να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων.
Από τα 70 τρισ. δολάρια που ήταν η αύξηση της δεκαετίας τα 40 ήταν χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών. Ποσό ιδιαίτερα υψηλό συγκρινόμενο με τα 9 τρισ. δολάρια που ήταν την περίοδο 1996-2006. Έτσι το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών έφθασε το 2016 σε 56 τρισ. δολάρια αυξημένο στη δεκαετία κατά 250%.
Το χρέος των αναπτυγμένων χωρών το 2016 ανερχόταν σε 160 τρισ. δολάρια και αντιστοιχούσε σχεδόν στο τετραπλάσιο (390%) του ΑΕΠ τους. Μεγάλο μέρος της αύξησης του χρέους των αναπτυγμένων χωρών την περίοδο 2006-2016 προέρχεται από τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στην περίοδο αυτή το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου υπερδιπλασιάζεται. Για την Ιαπωνία και τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες η αύξηση ήταν της τάξης του 50%.
Το παγκόσμιο χρέος πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς ένα πολύ κρίσιμο ύψος. Αναλυτές εκτιμούν ότι στο βαθμό που το παγκόσμιο χρέος θα ξεπεράσει τις 3,5 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ θα έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση που θα καθιστά ουσιαστικά αδύνατη την οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτές τις συνθήκες οι δρόμοι θα είναι δύο αλλά εξίσου επικίνδυνοι. Ο ένας θα είναι ότι οι τόκοι στον βαθμό που θα αποπληρώνονται και δεν θα κεφαλαιοποιούνται θα στερούν τις οικονομίες από τους αναγκαίους πόρους για την ανάπτυξη. Στη δεύτερη περίπτωση αν δεν αποπληρώνονται αλλά κεφαλαιοποιούνται θα αυξάνουν ακόμα ταχύτερα το παγκόσμιο χρέος μεγεθύνοντας τη χρηματοπιστωτική φούσκα. Συνδυασμός δε και των δύο θα οδηγεί σε συνθήκες το μεν χρέος να συνεχίζει αυξανόμενο, η ανάπτυξη να επιβραδύνεται και η φούσκα να μεγαλώνει. Προφανώς αυτές οι καταστάσεις έχουν ληφθεί υπόψη στις μελλοντικές προοπτικές για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και γι΄ αυτό προβλέπεται «σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης μετά το 2020» σύμφωνα με την προαναφερθείσα παραπάνω μελέτη της PWC.
Παράλληλα στον ορίζοντα διαφαίνεται ένας ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία και κύρια για τις υπό ανάπτυξη χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου χρέους είναι σε δολάρια ΗΠΑ και μετά από μια μακρά περίοδο πολύ χαμηλών επιτοκίων για το δολάριο, λόγω της κρίσης, βρισκόμαστε σε περίοδο που έχει ξεκινήσει η άνοδος των σχετικών επιτοκίων. (Δείτε σχετικό άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς της 18/3/2017).
Ενισχύεται η στρατιωτικοποίηση οικονομιών μέσω των εξοπλισμών
Όταν μια σειρά από περιοχές του πλανήτη είναι σε πολεμική ανάφλεξη και μάλιστα επί πολλά χρόνια, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κάποιοι κάνουν «χρυσές δουλειές». Αν δε σε αυτά προστεθούν και οι μόνιμες «επενδύσεις» σε εξοπλισμούς που γίνονται είτε στο πλαίσιο της στρατηγικής των μεγαπαικτών στην παγκόσμια σκακιέρα (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) είτε των περιφερειακών παικτών στο πλαίσιο εθνικών διενέξεων το παζλ συμπληρώνεται και είναι πολύ βαρύ σε αξίες.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI), για το παγκόσμιο εμπόριο όπλων προκύπτουν μια σειρά σημαντικές διαπιστώσεις. Οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων την πενταετία 2012-16 αυξήθηκαν κατά 8,4% συγκριτικά με την προηγούμενη 5ετία 2007-11. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αύξηση στο διεθνές εμπόριο όπλων σε επίπεδο 5ετίας από το 1990.
Πρώτη εξαγωγική χώρα παγκοσμίως συνεχίζουν να είναι οι ΗΠΑ με μερίδιο 33%, σημειώνοντας αύξηση πωλήσεων κατά 21% την περίοδο 2012-16 και ακολουθεί η Ρωσία με 23%. Η Κίνα έχει ανέλθει στην τρίτη θέση με μερίδιο 6,2% στην παγκόσμια αγορά όπλων όταν την προηγούμενη 5ετία ήταν στο 3,8%. Με αυτές τις επιδόσεις της η Κίνα έχει πλέον ξεπεράσει τη Γαλλία του 6% και τη Γερμανία του 5,6%.
Οι μισές από τις εξαγωγές των ΗΠΑ κατευθύνονται στη Μέση Ανατολή όπου οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι αγοραστές των ρωσικών όπλων είναι κυρίως Ινδία, Βιετνάμ, Κίνα και Αλγερία. Η Ινδία, ως αγοραστής, βρίσκεται στην πρώτη θέση σημειώνοντας αύξηση 43% την εξεταζόμενη περίοδο σαν αποτέλεσμα της διένεξης με το Πακιστάν στο Κασμίρ. Εντύπωση προκαλούν η ραγδαία αύξηση κατά 202% εισαγωγών όπλων από το Βιετνάμ που είχε σαν συνέπεια να βρεθεί στη 10 θέση ως εισαγωγέας από την 29η που ήταν. Επίσης οι εισαγωγές της Αλγερίας που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό (46%) του συνόλου των εισαγωγών όπλων στην αφρικανική ήπειρο, ενώ ένα μεγάλο μέρος από τα υπόλοιπα κατευθύνεται στην υποσαχάρια Αφρική όπου μαίνονται οι πολεμικές συγκρούσεις για πολλά χρόνια.
Η Κίνα ενισχύει τη θέση της στην παγκόσμια αγορά πολεμικού υλικού τόσο ως προμηθευτής όσο και ως καταναλωτής. Απέκτησε το πρώτο της αεροπλανοφόρο και ετοιμάζει δεύτερο. Ενισχύει τη στρατιωτική παρουσία της στη Νότια Σινική Θάλασσα σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και τις γύρω χώρες. Επεκτείνει την παρουσία της και με στρατιωτικά μέσα στην Αφρική.
Σε επίπεδο ΝΑΤΟ το σύνολο των στρατιωτικών δαπανών το 2016 ανήλθε σε 918,3 δισ. δολάρια εκ των οποίων τα 664,1 (72,3%) αφορούσαν τις ΗΠΑ. Αυτό το τεράστιο μέγεθος η νέα διοίκηση Τραμπ φιλοδοξεί να το αυξήσει κατά 54 δισ. δολάρια.
Η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ τηρεί την εντολή για στρατιωτικές δαπάνες πάνω από το 2%. Είναι δεύτερη με ποσοστό 2,4% το 2016 μετά τις ΗΠΑ με 3,6%. Αξιοσημείωτο ότι στο όριο του 2% ανταποκρίνονται μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Εσθονία με 2,2% και η Πολωνία με 2%. Ενώ ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει συνθήκες ακραίας φτώχειας η κυβέρνηση για το 2016 δαπάνησε 5,83 δισ. δολάρια σε στρατιωτικές δαπάνες. Ειδικότερα όσον αφορά τις αγορές όπλων από το εξωτερικό την περίοδο 2015-2016 δαπάνησε 1,1 δισ. δολάρια και οι προμηθευτές της χώρας μας ήταν η Γερμανία (77,6%), οι ΗΠΑ (10,6%), η Γαλλία (5,8%) και λοιπές χώρες ΕΕ (6%).