Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τα σκάνδαλα του Ιδιωτικού Τομέα – Α’ μέρος



Η περίπτωση του Παπαευαγγέλου της Jumbo


του Παύλου Δερμενάκη




Οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού εδώ και σαράντα χρόνια επιτίθενται σε ό,τι αφορά το δημόσιο θεωρώντας το την πηγή όλων των δεινών. Ειδικά δε η δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως. Αξιοποιώντας τις άπειρες στρεβλώσεις, που δημιούργησε ο εναγκαλισμός «κυβέρνησης – κόμματος» με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, έβρισκαν πάντοτε πρόσφορο έδαφος για να εξαπολύουν τις επιθέσεις τους. Παράλληλα δίπλα στον «κακό», κατ’ αυτούς, δημόσιο τομέα υπάρχει πάντοτε ο σωστός σε όλα του, χωρίς ουσιαστικά ψεγάδια, ιδιωτικός τομέας που συμβάλλει στην πρόοδο της οικονομίας. Με αυτό το πλαίσιο κινείται η προπαγανδιστική τους λογική λόγω πληθώρας δημοσιογράφων–αρθρογράφων, που ανεξάρτητα τι δηλώνουν, προβάλλουν τις πλέον ακραίες νεοφιλελεύθερες συνταγές και τεκμηριώσεις.
Φυσικά όπως προαναφέραμε το δημόσιο και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, και μάλιστα στην εποχή της διαπλοκής, κάθε άλλο παρά λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε για να αποδείξουμε το πώς πρέπει να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας, που από τη θέση του και τον πραγματικό ιδιοκτήτη του, που είναι όλος ο λαός, οφείλει να λειτουργεί και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού. Θα ασχοληθούμε με τον «αψεγάδιαστο» ιδιωτικό τομέα που αποτελεί πρότυπο κατά τους νεοφιλελεύθερους.

Οι «μπίζνες» με τους Κινέζους

Διαχρονικά αν ψάξουμε θα διαπιστώσουμε και θα καταγράψουμε σκάνδαλα επί σκανδάλων με πρωταγωνιστές τα «καλά παιδιά» της ιδιωτικής οικονομίας. Όμως το τελευταίο διάστημα, ενώ ο λαός υφίσταται τα πάνδεινα από τις μνημονιακές πολιτικές στο όνομα του «κακού κράτους», τα σκάνδαλα του ιδιωτικού τομέα σκάνε το ένα μετά το άλλο από απίθανες μέχρι χθες επιχειρήσεις. Τα σκάνδαλα αυτά είναι τεραστίων διαστάσεων και φυσικά έχουν και διαπλεκόμενες με το δημόσιο πλευρές.
Ξεκινώντας από τα τελευταία προς τα παλαιότερα σήμερα θα ασχοληθούμε με το σκάνδαλο Jumbo – Παπαευαγγέλου.
Ο νούμερο δύο στην ιεραρχία της Jumbo, της μεγαλύτερης επιχείρησης λιανικής στην Ελλάδα –εκτός των σούπερ-μάρκετ, όπως αποδεικνύεται από όσα διαρρέουν είναι ο ιθύνων νους ενός σκανδάλου διεθνών διαστάσεων. Με «τεχνάσματα», αξιοποιώντας «γνωριμίες» μέσω τραπεζών ώστε να ξεπερνιούνται οι έλεγχοι συναλλάγματος (capital controls) που ισχύουν στην Κίνα, έστησε μία τεράστια «επιχείρηση» βασισμένη στην οικονομική απαξίωση των ακινήτων λόγω της κρίσης. Βλέπετε, για κάποιους η κρίση, όπως μας λένε τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, είναι ευκαιρία. Απλά η ευκαιρία βασίζεται στην παρανομία και στο ότι «πατάνε επί πτωμάτων». Έτσι ο κ. Παπαευαγγέλου αγόραζε ακριβά ακίνητα («φιλέτα») σε «σκοτωμένες τιμές», είτε μέσω των πλειστηριασμών των τραπεζών, είτε μέσω κανονικών αγοραπωλησιών από κόσμο που είχε μεγάλη ανάγκη. Τα ακίνητα αυτά τα μεταπουλούσε σε Κινέζους της νέας «επιχειρηματικής» ελίτ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι με αγορά ακινήτου αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ από αλλοδαπό τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε.), παρέχεται η λεγόμενη «χρυσή βίζα», χορήγηση ελληνικού διαβατηρίου για μία πενταετία που ανανεώνεται. Είναι ένα από τα μνημονιακά μέτρα «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας που είχε σαν συνέπεια μόνο τα τρία πρώτα έτη της εφαρμογής του, από τον Ιούνιο 2013, να γίνουν 1.100 τουλάχιστον επενδύσεις στην Ελλάδα για ποσό αξίας 1,5 δισ. ευρώ. Φυσικά ο «χορός» αυτός συνεχίζεται και σήμερα, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με διαμεσολαβητές όπως ο κ. Παπαευαγγέλου, για να μπορεί ο κ. Τσίπρας να κομπάζει ότι το 2017 π.χ. σημειώθηκε ρεκόρ «άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα» με αυτές τις διαδικασίες.
Η Jumbo απέπεμψε τον κ. Παπαευαγγέλου και προσπαθεί να πείσει ότι δεν έχει σχέση με αυτές του τις δραστηριότητες. Ανεξάρτητα από την όποια δική τους εμπλοκή που μπορεί, όπως ισχυρίζεται, και να μην υπάρχει, δημιουργείται το ερώτημα πώς ο κ. Παπαευαγγέλου άνοιξε τη δίοδο επικοινωνίας αποκλειστικά με τους Κινέζους για δουλειές ακινήτων όντας στέλεχος εταιρείας λιανικής. Η απάντηση είναι απλή λογικά. Τους γνώρισε μέσω της Jumbo η οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά εισαγωγέας κινέζικων προϊόντων. Κοινώς με «ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια».
Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα
Πώς ξεπερνούσαν τους κεφαλαιακούς ελέγχους της Κίνας που δεν επιτρέπει ελεύθερη εκροή συναλλάγματος; Με τη χρήση των γνωστών, μετά τα ελληνικά capital controls, POS. Αρχικά, όπως κυκλοφορεί στον Τύπο, προμηθευτής του ήταν η Eurobank, η οποία διαπίστωσε το ασυνήθιστο των συναλλαγών το καλοκαίρι του 2017 και σταμάτησε μαζί του τη συνεργασία. Στη συνέχεια, ή μπορεί και παράλληλα με τη Eurobank, έχοντας τις πλάτες ανώτατων στελεχών της Εθνικής στον χώρο των πιστωτικών καρτών, η «μηχανή» που έστησε ο κ. Παπαευαγγέλου συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Μάλιστα, όταν χρειάστηκε, «πείστηκαν» όσοι είχαν φέρει κάποιες κατ’ αρχήν αντιρρήσεις.

Η φοροαποφυγή

Ένα δε από τα στοιχεία που επιτείνουν το σκάνδαλο είναι οι αξίες των συναλλαγών και οι «ουρές» από αυτές. Το ακίνητο αγοράζεται σε «σκοτωμένη» τιμή αρχικά. Όμως μεταπωλείται σε πολύ μεγαλύτερη, συνήθως τριπλάσια. Το κράτος φυσικά δεν εισπράττει κανένα φόρο, ενώ έχει «ξεζουμίσει» τον λαό στους φόρους, καθώς από το 2015 και μετά συνεχώς αναστέλλεται η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας. Εδώ που έχουμε ξεκάθαρη κερδοσκοπία με τεράστια ποσά κανείς «αριστερός» υπουργός δεν φιλοτιμήθηκε, τουλάχιστον σε τέτοιες περιπτώσεις, να μην εξαιρούνται από τον φόρο. Από την τριπλάσια ή πολλαπλάσια αξία, που δεν φορολογείται, μπορούμε να πούμε σχηματικά ότι το ένα μέρος αφορά το κόστος κτήσης, το δεύτερο αφορά το κέρδος του κάθε Παπαευαγγέλου και της παρέας του και το τρίτο επιστρέφει αφορολόγητο στον αγοραστή ως κατάθεση στο όνομά του, στο πλαίσιο της συμφωνίας. Έτσι με τη «μηχανή» του τέκνου της «άσπιλης» ιδιωτικής οικονομίας κ. Παπαευαγγέλου, ο ξένος «επενδυτής» αγοράζει σε τιμή ευκαιρίας το ακίνητο, ξεπερνά τα capital controls της χώρας του, παίρνει ελληνικό διαβατήριο για όλη την Ε.Ε. και τον κόσμο, και του μένει και το 1/3 περίπου του ονομαστικού «κόστους αγοράς» σε μετρητά στον λογαριασμό του. Μετά δε από όλα αυτά οι κ.κ. Τσίπρας, Δραγασάκης και Τσακαλώτος πανηγυρίζουν για την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα!

Τα δύσκολα ερωτήματα

Το σκάνδαλο δεν ξεσκεπάστηκε στην Ελλάδα αλλά από την Κίνα, αν και στην Ελλάδα έπρεπε να είναι γνωστό και να έχουν κινηθεί οι αρμόδιες αρχές από το καλοκαίρι του 2017, όταν η Eurobank διαπίστωσε τις «ανορθόδοξες» συναλλαγές και διέκοψε τη συνεργασία με την εταιρεία του κ. Παπαευαγγέλου. Δημιουργούνται συνεπώς τα ερωτήματα: α) Η Eurobank ενημέρωσε για αυτά την αρχή για το «ξέπλυμα χρήματος» ώστε να ελεγχθεί το θέμα; β) Ενημέρωσε την εποπτική της αρχή, την Τράπεζα Ελλάδος; γ) Οι δύο αρχές, αν ενημερώθηκαν, τι έκαναν; δ) Πώς μπορούσε και συνέχιζε η Εθνική τη «μηχανή», αν είχε ενημερωθεί η Τράπεζα Ελλάδος; ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος, που ελέγχει τις συναλλαγές και τις τράπεζες, δεν κατάλαβε επί δύο και πλέον χρόνια τίποτε; στ) Οι συναλλαγές που γίνονταν ήταν «καραμπινάτα» εντός ελέγχου των διαδικασιών «ξεπλύματος χρήματος», η αρμόδια υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας τι έκανε; Πώς και δεν το πήρε είδηση; Αυτά είναι μόνο μερικά απλά ερωτήματα για την πορεία του θέματος που δείχνουν ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα και δεν είναι μόνο τα κόκκινα δάνεια. Οι ιδιωτικές διοικήσεις των τραπεζών, που με τις «πλάτες» της κυβέρνησης εξαντλούν την αυστηρότητά τους στον κάθε φουκαρά που πήρε ένα δάνειο και δεν μπορεί να το αποπληρώσει γιατί μειώθηκε το εισόδημά του, φαίνεται ότι αναζητούν νέες ευκαιρίες κερδοφορίας κάνοντας με τη σειρά τους «πλάτες» σε παράνομες πρακτικές.
Ο θαυματουργός ιδιωτικός τομέας στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και της απαξίωσης των ακινήτων έκανε και εδώ το «θαύμα» του. Το παράδειγμα του κ. Παπαευαγγέλου είναι απτό. Παράλληλα υπάρχουν αρκετές άλλες «γκρίζες» ζώνες σε αντίστοιχες συναλλαγές με Τούρκους ολιγάρχες, που αγοράζουν ακίνητα-φιλέτα σε ακριτικές περιοχές της χώρας π.χ. Δωδεκάνησα. Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα. Για αυτούς ο ιδιωτικός τομέας φέρει «φωτοστέφανο» ενώ ο δημόσιος είναι «έργο του διαβόλου». Τα έργα Παπαευαγγέλου – Jumbo αποδεικνύουν του το αναληθές αυτής της προσέγγισης.
*Την επόμενη βδομάδα το δεύτερο μέρος, με τα έργα και τις ημέρες της FolliFollie.

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 429, 10/11/2018


Πηγή:  

Τα σκάνδαλα του Ιδιωτικού Τομέα - Α’ μέρος | Δρόμος της Αριστεράς

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Τα ελληνικά spread και το ευάλωτο της εξυπηρέτησης του χρέους μέσω των αγορών



του Παύλου Δερμενάκη



Την άνοιξη του 2010 μας έβαλαν στα μνημόνια γιατί ως χώρα δεν μπορούσαμε να δανειστούμε από τις διεθνείς αγορές. Τα spread (διαφορά επιτοκίου ελληνικού 10ετούς ομολόγου από το αντίστοιχο γερμανικό) βρίσκονταν σε ελεγχόμενα επίπεδα όλο το 2009 ακόμα και το πρώτο τρίμηνο του 2010. Οι χειρισμοί της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου οδήγησαν σταδιακά στην αύξησή τους και τον τελικό αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές για να ανατροφοδοτηθεί και να καλυφθούν τα τότε ελλείμματα.
Τα δεδομένα του Α΄ τριμήνου του 2010 δείχνουν ότι το ελληνικό spread διατηρήθηκε κάτω από το 3,5%, με μέγιστο 3,29%. Από εκεί και μετά οι αυξήσεις, λόγω των χειρισμών της κυβέρνησης, οδήγησαν σε ένα τελικό επιτόκιο απαγορευτικό για την Ελλάδα. Την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος ήταν 298,5 δισ. ευρώ (τέλος Δεκεμβρίου 2009) και αντιστοιχούσε στο 133% του ΑΕΠ. Τα στοιχεία αυτά είναι αντικειμενικά και δεν αμφισβητούνται. Αμφισβήτηση δέχεται μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, καθώς, όπως έχει προκύψει ακόμα και από τα μέλη του ΔΣ της ΕΛΣΤΑΤ, «διαμορφώθηκε» τελικά στο 15,4% έναντι στόχου 6% και προσωρινής εκτίμησης 9% τον Σεπτέμβριο 2009, πριν από τις εκλογές, από την Τράπεζα της Ελλάδος. Για την εκτίμηση αυτή ήταν ενήμεροι τόσο ο τότε πρωθυπουργός κ. Καραμανλής όσο και ο μετέπειτα κ. Παπανδρέου. Οι διαφωνούντες, από πλευράς ΕΛΣΤΑΤ, προσδιορίζουν το έλλειμμα σε επίπεδα κάτω από το 9% και το θέμα, ως γνωστόν, έχει πάρει τη μακρά οδό των δικαστηρίων.
Με αυτά τα δεδομένα μπήκαμε στα μνημόνια για να λύσουμε, με την «προσαρμογή» της οικονομίας, το πρόβλημα του δανεισμού από τις αγορές. Ενδιάμεσα, εκτός από τα μνημόνια υπήρξε και το PSI+ που είχε σαν συνέπεια τη διαγραφή χρέους ύψους 120 δισ. ευρώ από τα 298,5.
Τον περασμένο Αύγουστο, μετά από 3 μνημόνια, είχαμε την λεγόμενη καθαρή έξοδο. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται η κυβέρνηση και προσπαθεί να μας πείσει ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα, με κάποιες δεσμεύσεις μεν αλλά όλα είναι υπό έλεγχο. Το κατά πόσο ισχύουν όμως αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αφήνουμε στην άκρη το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των μνημονίων, το ποιος το πλήρωσε και συνεχίζει να το πληρώνει, για να επικεντρωθούμε στα αποτελέσματα που έφεραν τα μνημόνια και στο κατά πόσο συνέβαλαν στην λύση των προβλημάτων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν.

 Απέτυχαν να λύσουν το πρόβλημα

Το spread των ελληνικών ομολόγων μία μέρα πριν «βγούμε» από τα μνημόνια (17/8/2018) ήταν στο 4,01 και έκτοτε κυμαίνεται γύρω από αυτό το μέγεθος, με ελάχιστο 3,49 και μέγιστο 4,24. Σήμερα (1/11/2018) είναι 3,82. Βρίσκεται, δηλαδή, σε σημείο αρκετά ψηλότερο από εκείνο που ίσχυε πριν η κυβέρνηση Παπανδρέου μας οδηγήσει στα μνημόνια (Α΄τρίμηνο 2010). Σήμερα, το spread μαζί με το επιτόκιο του Γερμανικού ομολόγου συνθέτουν ένα τελικό επιτόκιο 4,23% που είναι απαγορευτικό για την έξοδο στις αγορές. Μάλιστα, στην πρόσφατη συνέντευξή του, ο κ. Τσακαλώτος προσδιόρισε τον χρόνο εξόδου στις αγορές σε «μεσοπρόθεσμο» ορίζοντα. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει περί τα μέσα του 2019, ώστε να έχει κοπάσει το Ιταλικό πρόβλημα και με την προϋπόθεση να μην έχει προκύψει κάποια νέα εστία «έντασης», είτε στην ευρωζώνη είτε διεθνώς. Έτσι, η κυβέρνηση έχει μεταθέσει τους όποιους σχεδιασμούς για έξοδο στις αγορές για το επόμενο έτος και επαναπαύεται στο αποθεματικό «μαξιλάρι» των 24 δισ. ευρώ για την κάλυψη των δόσεων του χρέους μέχρι το 2021.
Το δημόσιο χρέος στο τέλος Ιουνίου του 2018 ήταν 323,4 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσε στο 179,7% του ΑΕΠ. Έχουμε δηλαδή σήμερα –και παρότι έχουν γίνει διαγραφές 120 δισ. – χρέος υψηλότερο κατά 25 δισ. ευρώ, σε σχέση με το τέλος 2009. Λόγω δε της μείωσης του ΑΕΠ αυξήθηκε το ποσοστό του, ως προς αυτό, σχεδόν στο 180%. Φυσικά, αυτό αξιολογούν οι διεθνείς οίκοι και δεν δίνουν διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας τέτοια που να συμβάλλει στη μείωση των επιτοκίων. Όσον αφορά δε τις μακροπρόθεσμες προοπτικές αύξησης του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους, αυτές έχουν υποβαθμιστεί δραματικά.
Καθώς οι διεθνείς αγορές έχουν μπει σε περίοδο αστάθειας και ενδεχόμενα στο τέλος του παρόντος κύκλου ανάπτυξης τα χειρότερα δεν έχουν περάσει. Θα δούμε στη συνέχεια, υπό την πίεση των αγορών, νέα μέτρα και δεινά στο όνομα της εξυπηρέτησης ενός επονείδιστου χρέους που θα έπρεπε να έχει διαγραφεί
Το μόνο σημείο στο οποίο είχαμε επιτυχία των μνημονίων είναι η μετατροπή των ελλειμμάτων του Δημοσίου σε πλεόνασμα –και μάλιστα υπέρ-πλεόνασμα– πάνω από 3,5% από το 2017 και έως το 2022. Αυτό όμως επιτεύχθηκε φτωχοποιώντας τον λαό που έχει υποστεί μια εισοδηματική μείωση της τάξης τουλάχιστον του 35% σε μέσο επίπεδο, ενώ συνεχίζουν να επιβάλλονται και νέα αντιλαϊκά μέτρα (μείωση κοινωνικών δαπανών και αύξηση φόρων).
Παρότι, λοιπόν, δεν λύθηκε το πρόβλημα για το οποίο μπήκαμε στα μνημόνια αλλά αντίθετα επιδεινώθηκε και παράλληλα καταστράφηκε η ελληνική οικονομία, οι καρεκλοκένταυροι της κυβέρνησης προσπαθούν να μας πείσουν ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Ένα δε από τα στοιχεία αυτής της κανονικότητας είναι και η δυνατότητα επιστροφής στις αγορές.
Ο όλος ισχυρισμός, με βάση μόνο όσα προαναφέραμε, είναι εντελώς αστήρικτος. Μάλιστα, μία σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυση δείχνει το πόσο ευάλωτη είναι πλέον η οικονομία μας στην παραμικρή αστάθεια των διεθνών αγορών. Ειδικά σε μια περίοδο που οι διεθνείς αγορές από πολλές πλευρές (επιτόκια, ισοτιμίες, εξάντληση ορίων παρέμβασης κεντρικών τραπεζών, άνοδος τιμών αργού πετρελαίου κ.λπ.) έχουν μπει σε περίοδο αστάθειας και ενδεχόμενα τέλους του παρόντος κύκλου ανάπτυξης. Συνεπώς, τα χειρότερα κάθε άλλο παρά έχουν περάσει. Θα δούμε στη συνέχεια, όχι υπό την πίεση των θεσμών αλλά υπό την πίεση των αγορών, νέα μέτρα και δεινά για τον λαό και την οικονομία, στο όνομα της εξυπηρέτησης ενός επονείδιστου χρέους, που θα έπρεπε να έχει διαγραφεί.

Αδυναμία εξόδου στις αγορές και οι κίνδυνοι για το μέλλον

Κατά την κυβέρνηση βγήκαμε από τα μνημόνια στις 20 Αυγούστου. Θα έπρεπε καιρό πριν, εφόσον θεωρούν ότι ήταν επιτυχές το 3ο μνημόνιο, το spread να έχει μειωθεί. Όμως, όλο το 2018, με εξαίρεση τον Φλεβάρη για λίγες μέρες που το spread κινήθηκε οριακά κάτω από το 3, βρίσκεται συνεχώς πάνω από το 3,4 έως και το 4,41. Οι δικαιολογίες περί κρίσεως στα spread λόγω Τουρκίας, Αργεντινής και τώρα Ιταλίας δίνουν απλά μια δικαιολογητική βάση. Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα, ακόμα και χωρίς αυτές τις κρίσεις, κινούνταν σε απαγορευτικά επίπεδα και σε κάθε περίπτωση είναι παγιδευμένη.
Ένα στοιχείο που αξιολογούν οι επενδυτικοί οίκοι ώστε να τοποθετηθούν στα ελληνικά ομόλογα, άρα να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση των spread, είναι η τρέχουσα διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρα. Η σημερινή αξιολόγηση, παρά τις οριακές βελτιώσεις της τελευταίας περιόδου, τοποθετεί τη χώρα σε βαθμίδα εκτός επενδύσεων (ανεξάρτητα πως ονομάζεται τεχνικά η βαθμίδα πρόκειται, κατά την αντίληψη των επενδυτών, για Junk bonds, κοινώς «σκουπίδια» η εξομοιούμενα με αυτά). Μάλιστα η Citi σε πρόσφατη έκθεσή της (24/10/2018) πηγαίνει το θέμα ακόμα πιο μακριά. Εκτιμά ότι η Ελλάδα, παρά τις όποιες βελτιώσεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση από τους οίκους, δεν έχει περιθώρια να ενταχθεί σε «επενδυτική βαθμίδα» μέχρι το 2022!. Επίσης, σε ότι αφορά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εκτιμά ότι θα κινηθούν άνω του 4% έως το 2020, με μία ελαφρά βελτίωση το 2021, πριν επιδεινωθούν ξανά το 2022 καθώς εκτιμά επίσης μείωση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Όλα τα παραπάνω, όσο προχωρά ο χρόνος, επιδεινώνονται τόσο από την συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, όσο και από την αναμενόμενη –καταλυτική σε βάρος της Ελλάδας– έναρξη αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, από τα μέσα του 2019 και μετά, έστω και με αργούς ρυθμούς, όπως δήλωσε ο κ. Ντράγκι (25/10/2018). Για να γίνει κατανοητό το πόσο επηρεάζει η άνοδος των επιτοκίων από τις ισχυρές οικονομίες άλλες συγκριτικά ασθενέστερες, σημειώστε ότι ένα μέρος της πρόσφατης κρίσης στην Τουρκία οφείλεται και στην άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων.
Κυκλοφορούν και διάφορες ενδιάμεσες «τεχνικές» λύσεις. Να αυξηθεί το όριο επενδύσεων σε κρατικούς τίτλους των 4 συστημικών τραπεζών, από τα 8 δισ. ευρώ σήμερα, σε 15 και στη συνέχεια 20 για να μειωθούν τα spread. Αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα, για ένα χρέος ύψους 323 δισ., αλλά θα δημιουργήσει νέα προβλήματα, καθώς θα στερήσει χρηματοδοτικούς πόρους από την οικονομία για να γίνουν έστω κάποιες επενδύσεις, εάν και εφόσον…
Θεωρητικά, λοιπόν, βγήκαμε από τα μνημόνια, δεν βγήκαμε όμως στις αγορές, ούτε φαίνεται εφικτό να γίνει κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον και με βιώσιμο επιτόκιο. Η Ελλάδα μπήκε στον αυτόματο πιλότο των αγορών που θα καταγράφουν, με την «ευαισθησία» που τις διακρίνει αλλά και την ακατάσχετη κερδοσκοπική τους διάθεση, την πορεία των οικονομικών μεγεθών και θα επιβάλλουν στην πράξη πολιτικές και λύσεις για την επάνοδο της οικονομίας της χώρας στον «ορθό» δρόμο. Αυτό που είδαμε την τελευταία περίοδο, όσον αφορά την αξιολόγηση των αγορών, με τις τράπεζες και την πτώση του τραπεζικού δείκτη κατά 50,5% στην περίοδο 30/4/2018-1/11/2018 είναι «σκηνές προσεχώς» από το έργο θα δούμε τα επόμενα χρόνια. Και δεν θα είναι ένα ή δύο χρόνια, αλλά δεκαετίες, μέχρι το 2060, αν δεν υπάρξει κάτι διαφορετικό ενδιάμεσα. Όχι μόνο δεν επιστρέψαμε στην κανονικότητα αλλά «προσδεθείτε», αναμένονται νέες αγνώστου έντασης αναταράξεις.

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 428, 3/11/2018


Πηγή:  

Τα ελληνικά spread και το ευάλωτο της εξυπηρέτησης του χρέους μέσω των αγορών | Δρόμος της Αριστεράς


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Οικονομική στασιμότητα και πληθυσμιακή συρρίκνωση στην Ελλάδα




του Παύλου Δερμενάκη


Ηπρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ (9/10/2018) για την παγκόσμια οικονομία, για την οποία τα κυβερνητικά στελέχη πανηγύρισαν την οριακή βελτίωση στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας φέτος και το 2019, σημειώνει δύο τεράστιας σημασίας, γνωστά εδώ και καιρό, θέματα για τη χώρα. Την στασιμότητα στη μακροχρόνια ανάπτυξη και τη γήρανση του πληθυσμού.

Ανάπτυξη προς τα κάτω


Για την ανάπτυξη, το 2018 και το 2019 οι προβλέψεις του ΔΝΤ αποκλίνουν προς τα κάτω μόλις κατά 0,1% από τις αντίστοιχες της κυβέρνησης (ΔΝΤ, 2018 – 2%, 2019 – 2,4%). Τα θετικά αυτά μεγέθη, ακόμα και εάν επιτευχθούν, απέχουν πολύ από τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας να ξαναβρεί έναν ικανοποιητικό τρόπο λειτουργίας, ανάπτυξης και δημιουργίας εισοδήματος για το λαό. Το τι θα επιτευχθεί θα το δούμε στους απολογισμούς, καθώς ήδη υπάρχουν μια σειρά στοιχεία που δείχνουν ότι π.χ. οι επενδύσεις μειώνονται. Υπενθυμίζουμε εδώ τις προβλέψεις για ανάπτυξη 2,8% το 2017 από κυβέρνηση, ΔΝΤ και Κομισιόν που κατέληξαν στο, 1,4%.
Εδώ και δύο χρόνια όλοι μιλούν για την ανάγκη ενός «επενδυτικού σοκ» της τάξης των 100 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία. Και όμως οι ακαθάριστες επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες «χονδρικά» στα 5 δισ. ανά τρίμηνο από το 2014 και μετά. Για το 2018, στο εξάμηνο εμφανίζονται μειωμένες κατά 7,9% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2017. Φυσικά πώς να γίνουν επενδύσεις όταν το Δημόσιο σταματά τις επενδύσεις (-1,2 δις. ευρώ έναντι του στόχου στο 9μηνο) για να εμφανίσει υπερπλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ οι επενδυτικές ευκαιρίες για τους ιδιώτες είναι το «επενδυτικό πλιάτσικο» στη δημόσια περιουσία και οι πωλήσεις των κόκκινων δανείων στα funds σε εξευτελιστικές τιμές.
Η μόνιμη υπογεννητικότητα στην Ελλάδα , που επιδεινώθηκε λόγω της κρίσης, σε συνδυασμό με τη γήρανση αλλά και τα φαινόμενα της μετανάστευσης των νέων, κύρια επιστημόνων έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του πληθυσμού με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις
Όσον αφορά το μέλλον, το ΔΝΤ προχώρησε σε αναθεώρηση των προβλέψεών του προς το πολύ χειρότερο και μάλιστα μέσα σε λίγους μήνες. Για το 2023 προβλέπει άνοδο ΑΕΠ μόλις 1,2% όταν τον Απρίλιο προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης 1,9%. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η εκτίμηση αυτή πηγάζει κατά κύριο λόγο από τα αρνητικά δημογραφικά στοιχεία της χώρας.
Μία εβδομάδα πριν το Ταμείο είχε δημοσιοποιήσει μελέτη σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα δέχεται το ισχυρότερο υπογεννητικό πλήγμα από την κρίση έχοντας ήδη, πριν από την κρίση, έναν γηράσκοντα πληθυσμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ε.Ε. με τα μεγαλύτερα ποσοστά εξάρτησης (πάνω από 30%) των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών). Το ποσοστό αυτό προβλέπεται να φτάσει, διαχρονικά επιδεινούμενο, σε επίπεδο πάνω από 60% το 2070!
Οι αρνητικές συνέπειες από μια τέτοια εξέλιξη στην Οικονομία είναι τεράστιες. Δεν θα υπάρχει επαρκές παραγωγικό δυναμικό για την οικονομία ενώ εντείνεται η πίεση στις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα καθώς ο πληθυσμός γερνά. Όλα αυτά, ενώ θα έχουμε να αποπληρώνουμε τα μνημονιακά δάνεια μέχρι το 2060, και συνεπώς να παράγουμε δημοσιονομικά πλεονάσματα πάνω από 2%, όπως δεσμεύθηκε η κυβέρνηση για την περίοδο 2023-2060!

Μείωση του πληθυσμού


Η μόνιμη υπογεννητικότητα στην Ελλάδα (1,3 παιδιά ανά ζεύγος), που επιδεινώθηκε λόγω της κρίσης, σε συνδυασμό με τη γήρανση αλλά και τα φαινόμενα της μετανάστευσης των νέων, κύρια επιστημόνων, σαν συνέπεια των μνημονίων, έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του πληθυσμού. Σημειώνουμε ότι για να διατηρηθεί σταθερός ένας πληθυσμός ο δείκτης γεννήσεων ανά ζευγάρι πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 2, τουλάχιστον 2,1.
Κάποια νούμερα είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικά όσον αφορά την περίοδο της κρίσης (μετά το 2010):
  • Μόνο στο διάστημα 2011-2017 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 355.000 άτομα (-3,2%)
  • Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό την περίοδο 2010-2016 αυξήθηκε κατά 136% έναντι των προηγουμένων ετών. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις ηλικίες 20-39 ετών αυξήθηκε κατά 97%, στην πλειονότητά τους υψηλά καταρτισμένοι επιστήμονες.
  • Το ποσοστό γεννήσεων επί χιλίων κατοίκων βαίνει συνεχώς μειούμενο. Από 10,45 το 2009 σε 8,22 το 2017, δηλαδή μείωση της γεννητικότητας κατά 21,3% σαν αποτέλεσμα των μνημονίων που έπληξαν πολλαπλά κατά κύριο λόγο της νεότερες ηλικίες. Εδώ να σημειώσουμε ότι την αμέσως προηγούμενη δεκαετία είχε σημειωθεί σταδιακή αύξηση στη γεννητικότητα από 9,25 το 1999 σε 10,53 το 2008.
  • Το ποσοστό θανάτων επί χιλίων κατοίκων βαίνει συνεχώς αυξανόμενο. Από 9,6 το 2009 σε 11,56 το 2017, δηλαδή αύξηση της θνησιμότητας κατά 20,4% σαν αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και της κατάρρευσης της ποιότητας ζωής λόγω των μνημονίων.
Με τα αυτά τα δεδομένα η σταδιακή μείωση του πληθυσμού είναι προδιαγραμμένη με μαθηματική ακρίβεια. Από τα 11 εκατομμύρια το 2013 θα βρεθούμε μεταξύ 8,3-10 εκατομμύρια το 2050, με πλέον πιθανό να προσεγγίζουμε το 8,3 και το 2080 με 7,2 εκατομμύρια.
Δυστυχώς τα επικοινωνιακά παιγνίδια κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και γενικότερα του σάπιου πολιτικού συστήματος εστιάζουν στη δημιουργία εντυπώσεων για το σήμερα. Μας οδηγούν στη σίγουρη καταστροφή οικονομικά, βιολογικά, εθνικά και το έχουν καλά κρυμμένο.

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 427, 27/10/2018


Πηγή:  
Οικονομική στασιμότητα και πληθυσμιακή συρρίκνωση στην Ελλάδα | Δρόμος της Αριστεράς

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Ένας ακόμα χειμώνας χωρίς θέρμανση



Η κυβέρνηση θυσιάζει το φτηνό πετρέλαιο για τα υπερπλεονάσματα


του Παύλου Δερμενάκη


Ενας ακόμα παγωμένος χειμώνας χωρίς θέρμανση ξεκίνησε από την τρέχουσα βδομάδα για τα λαϊκά στρώματα. Με τις διεθνείς τιμές πετρελαίου σχετικά ψηλά (το brent από τα 58 δολάρια τον Οκτώβρη 2017 σήμερα βρίσκεται στα 80, ήτοι αύξηση 38%, και πριν μερικές μέρες ήταν στα 85) και την φορολογία στα καύσιμα σε δυσθεώρητα ύψη είναι προφανές ότι πάμε για ένα ακόμα χειμώνα χωρίς θέρμανση για την πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων.
Τα νούμερα είναι αμείλικτα: Το πετρέλαιο θέρμανσης ξεκίνησε τη Δευτέρα 15/10/2018 να διατίθεται στα 1,15 ευρώ ανά λίτρο έναντι 0,944 ευρώ τον Οκτώβρη 2017 (αύξηση 22%) και η τιμή αυτή θα ανεβαίνει στο βαθμό που θα ανεβαίνουν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου. Να σημειώσουμε ότι στο τέλος της περυσινής περιόδου διάθεσης πετρελαίου θέρμανσης η τιμή είχε φτάσει τα 1,025 ευρώ (Απρίλιος 2017).
Έναντι αυτών των τιμών η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει μια πολυδαίδαλη δέσμη κοινωνικών και γεωγραφικών κριτηρίων για την χορήγηση του επιδόματος θέρμανσης. Με βάση τα κυβερνητικά στοιχεία στην καλύτερη περίπτωση κάποιος οικογενειάρχης, εφόσον εκπληρώνει τα κριτήρια, θα λάβει στις πλέον κρύες περιοχές της χώρας το συνολικό ποσό των 312,50 ευρώ ενώ θα πρέπει να έχει δαπανήσει με τις σημερινές τιμές 2.875 ευρώ!
Οι φόροι στο πετρέλαιο θέρμανσης είναι ένα καθαρά αντικοινωνικό μέτρο που ουσιαστικά εξοντώνει το λαό, στερώντας του τη δυνατότητα θέρμανσης. Μόνο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης (αφήνουμε τους άλλους φόρους που προστίθενται) ανέρχεται σε 0,28 ευρώ + 24% ΦΠΑ! Δηλαδή σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα ο συγκεκριμένος οικογενειάρχης θα έχει πληρώσει 868 ευρώ ειδικούς φόρους για να λάβει επιστροφή, εάν και εφόσον, 312,5 ευρώ!
Οι ομοσπονδίες βενζινοπωλών και πρατηριούχων ζητούν τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα 6 λεπτά ανά λίτρο από 0,28 ευρώ που είναι σήμερα ώστε να μειωθούν αντίστοιχα οι τελικές τιμές. Όμως αυτά είναι έξω από τη «λογική» μια κυβέρνησης που αναζητά υπερπλεονάσματα μέσω των φόρων, για να σου δώσει πίσω «πενταρο-δεκάρες» με τη μορφή έκτακτων επιδομάτων και να μπορεί έτσι να διαφημίζει την κοινωνική της ευαισθησία…
Σε μία χώρα που τα λαϊκά στρώματα υποφέρουν και βρίσκονται σε καθεστώς φτώχειας ή στα όρια της φτώχειας είναι δεδομένο ότι δεν έχουν τη δυνατότητα – πολυτέλεια για θέρμανση με τη χρήση πετρελαίου και αναζητούν άλλες μορφές με τα γνωστά θανατηφόρα μερικές φορές αποτελέσματα. Φυσικά αυτό καταγράφεται ως δραματική μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης το 2017 ήταν 1,2 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι σε σχέση με το 2003, όταν καταγράφηκε το μέγιστο της κατανάλωσης, με 4,3 εκατ. μ.τ., δηλαδή έχει σημειωθεί μείωση κατά 72%.

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 426, 20/10/2018


Πηγή:  Ένας ακόμα χειμώνας χωρίς θέρμανση | Δρόμος της Αριστεράς