Η περίπτωση του Παπαευαγγέλου της Jumbo
του Παύλου Δερμενάκη
Οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού εδώ και σαράντα χρόνια επιτίθενται σε ό,τι αφορά το δημόσιο θεωρώντας το την πηγή όλων των δεινών. Ειδικά δε η δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως. Αξιοποιώντας τις άπειρες στρεβλώσεις, που δημιούργησε ο εναγκαλισμός «κυβέρνησης – κόμματος» με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, έβρισκαν πάντοτε πρόσφορο έδαφος για να εξαπολύουν τις επιθέσεις τους. Παράλληλα δίπλα στον «κακό», κατ’ αυτούς, δημόσιο τομέα υπάρχει πάντοτε ο σωστός σε όλα του, χωρίς ουσιαστικά ψεγάδια, ιδιωτικός τομέας που συμβάλλει στην πρόοδο της οικονομίας. Με αυτό το πλαίσιο κινείται η προπαγανδιστική τους λογική λόγω πληθώρας δημοσιογράφων–αρθρογράφων, που ανεξάρτητα τι δηλώνουν, προβάλλουν τις πλέον ακραίες νεοφιλελεύθερες συνταγές και τεκμηριώσεις.
Φυσικά όπως προαναφέραμε το δημόσιο και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, και μάλιστα στην εποχή της διαπλοκής, κάθε άλλο παρά λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε για να αποδείξουμε το πώς πρέπει να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας, που από τη θέση του και τον πραγματικό ιδιοκτήτη του, που είναι όλος ο λαός, οφείλει να λειτουργεί και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού. Θα ασχοληθούμε με τον «αψεγάδιαστο» ιδιωτικό τομέα που αποτελεί πρότυπο κατά τους νεοφιλελεύθερους.
Οι «μπίζνες» με τους Κινέζους
Διαχρονικά αν ψάξουμε θα διαπιστώσουμε και θα καταγράψουμε σκάνδαλα επί σκανδάλων με πρωταγωνιστές τα «καλά παιδιά» της ιδιωτικής οικονομίας. Όμως το τελευταίο διάστημα, ενώ ο λαός υφίσταται τα πάνδεινα από τις μνημονιακές πολιτικές στο όνομα του «κακού κράτους», τα σκάνδαλα του ιδιωτικού τομέα σκάνε το ένα μετά το άλλο από απίθανες μέχρι χθες επιχειρήσεις. Τα σκάνδαλα αυτά είναι τεραστίων διαστάσεων και φυσικά έχουν και διαπλεκόμενες με το δημόσιο πλευρές.
Ξεκινώντας από τα τελευταία προς τα παλαιότερα σήμερα θα ασχοληθούμε με το σκάνδαλο Jumbo – Παπαευαγγέλου.
Ο νούμερο δύο στην ιεραρχία της Jumbo, της μεγαλύτερης επιχείρησης λιανικής στην Ελλάδα –εκτός των σούπερ-μάρκετ, όπως αποδεικνύεται από όσα διαρρέουν είναι ο ιθύνων νους ενός σκανδάλου διεθνών διαστάσεων. Με «τεχνάσματα», αξιοποιώντας «γνωριμίες» μέσω τραπεζών ώστε να ξεπερνιούνται οι έλεγχοι συναλλάγματος (capital controls) που ισχύουν στην Κίνα, έστησε μία τεράστια «επιχείρηση» βασισμένη στην οικονομική απαξίωση των ακινήτων λόγω της κρίσης. Βλέπετε, για κάποιους η κρίση, όπως μας λένε τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, είναι ευκαιρία. Απλά η ευκαιρία βασίζεται στην παρανομία και στο ότι «πατάνε επί πτωμάτων». Έτσι ο κ. Παπαευαγγέλου αγόραζε ακριβά ακίνητα («φιλέτα») σε «σκοτωμένες τιμές», είτε μέσω των πλειστηριασμών των τραπεζών, είτε μέσω κανονικών αγοραπωλησιών από κόσμο που είχε μεγάλη ανάγκη. Τα ακίνητα αυτά τα μεταπουλούσε σε Κινέζους της νέας «επιχειρηματικής» ελίτ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι με αγορά ακινήτου αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ από αλλοδαπό τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε.), παρέχεται η λεγόμενη «χρυσή βίζα», χορήγηση ελληνικού διαβατηρίου για μία πενταετία που ανανεώνεται. Είναι ένα από τα μνημονιακά μέτρα «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας που είχε σαν συνέπεια μόνο τα τρία πρώτα έτη της εφαρμογής του, από τον Ιούνιο 2013, να γίνουν 1.100 τουλάχιστον επενδύσεις στην Ελλάδα για ποσό αξίας 1,5 δισ. ευρώ. Φυσικά ο «χορός» αυτός συνεχίζεται και σήμερα, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με διαμεσολαβητές όπως ο κ. Παπαευαγγέλου, για να μπορεί ο κ. Τσίπρας να κομπάζει ότι το 2017 π.χ. σημειώθηκε ρεκόρ «άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα» με αυτές τις διαδικασίες.
Η Jumbo απέπεμψε τον κ. Παπαευαγγέλου και προσπαθεί να πείσει ότι δεν έχει σχέση με αυτές του τις δραστηριότητες. Ανεξάρτητα από την όποια δική τους εμπλοκή που μπορεί, όπως ισχυρίζεται, και να μην υπάρχει, δημιουργείται το ερώτημα πώς ο κ. Παπαευαγγέλου άνοιξε τη δίοδο επικοινωνίας αποκλειστικά με τους Κινέζους για δουλειές ακινήτων όντας στέλεχος εταιρείας λιανικής. Η απάντηση είναι απλή λογικά. Τους γνώρισε μέσω της Jumbo η οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά εισαγωγέας κινέζικων προϊόντων. Κοινώς με «ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια».
Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα
Πώς ξεπερνούσαν τους κεφαλαιακούς ελέγχους της Κίνας που δεν επιτρέπει ελεύθερη εκροή συναλλάγματος; Με τη χρήση των γνωστών, μετά τα ελληνικά capital controls, POS. Αρχικά, όπως κυκλοφορεί στον Τύπο, προμηθευτής του ήταν η Eurobank, η οποία διαπίστωσε το ασυνήθιστο των συναλλαγών το καλοκαίρι του 2017 και σταμάτησε μαζί του τη συνεργασία. Στη συνέχεια, ή μπορεί και παράλληλα με τη Eurobank, έχοντας τις πλάτες ανώτατων στελεχών της Εθνικής στον χώρο των πιστωτικών καρτών, η «μηχανή» που έστησε ο κ. Παπαευαγγέλου συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Μάλιστα, όταν χρειάστηκε, «πείστηκαν» όσοι είχαν φέρει κάποιες κατ’ αρχήν αντιρρήσεις.
Η φοροαποφυγή
Ένα δε από τα στοιχεία που επιτείνουν το σκάνδαλο είναι οι αξίες των συναλλαγών και οι «ουρές» από αυτές. Το ακίνητο αγοράζεται σε «σκοτωμένη» τιμή αρχικά. Όμως μεταπωλείται σε πολύ μεγαλύτερη, συνήθως τριπλάσια. Το κράτος φυσικά δεν εισπράττει κανένα φόρο, ενώ έχει «ξεζουμίσει» τον λαό στους φόρους, καθώς από το 2015 και μετά συνεχώς αναστέλλεται η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας. Εδώ που έχουμε ξεκάθαρη κερδοσκοπία με τεράστια ποσά κανείς «αριστερός» υπουργός δεν φιλοτιμήθηκε, τουλάχιστον σε τέτοιες περιπτώσεις, να μην εξαιρούνται από τον φόρο. Από την τριπλάσια ή πολλαπλάσια αξία, που δεν φορολογείται, μπορούμε να πούμε σχηματικά ότι το ένα μέρος αφορά το κόστος κτήσης, το δεύτερο αφορά το κέρδος του κάθε Παπαευαγγέλου και της παρέας του και το τρίτο επιστρέφει αφορολόγητο στον αγοραστή ως κατάθεση στο όνομά του, στο πλαίσιο της συμφωνίας. Έτσι με τη «μηχανή» του τέκνου της «άσπιλης» ιδιωτικής οικονομίας κ. Παπαευαγγέλου, ο ξένος «επενδυτής» αγοράζει σε τιμή ευκαιρίας το ακίνητο, ξεπερνά τα capital controls της χώρας του, παίρνει ελληνικό διαβατήριο για όλη την Ε.Ε. και τον κόσμο, και του μένει και το 1/3 περίπου του ονομαστικού «κόστους αγοράς» σε μετρητά στον λογαριασμό του. Μετά δε από όλα αυτά οι κ.κ. Τσίπρας, Δραγασάκης και Τσακαλώτος πανηγυρίζουν για την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα!
Τα δύσκολα ερωτήματα
Το σκάνδαλο δεν ξεσκεπάστηκε στην Ελλάδα αλλά από την Κίνα, αν και στην Ελλάδα έπρεπε να είναι γνωστό και να έχουν κινηθεί οι αρμόδιες αρχές από το καλοκαίρι του 2017, όταν η Eurobank διαπίστωσε τις «ανορθόδοξες» συναλλαγές και διέκοψε τη συνεργασία με την εταιρεία του κ. Παπαευαγγέλου. Δημιουργούνται συνεπώς τα ερωτήματα: α) Η Eurobank ενημέρωσε για αυτά την αρχή για το «ξέπλυμα χρήματος» ώστε να ελεγχθεί το θέμα; β) Ενημέρωσε την εποπτική της αρχή, την Τράπεζα Ελλάδος; γ) Οι δύο αρχές, αν ενημερώθηκαν, τι έκαναν; δ) Πώς μπορούσε και συνέχιζε η Εθνική τη «μηχανή», αν είχε ενημερωθεί η Τράπεζα Ελλάδος; ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος, που ελέγχει τις συναλλαγές και τις τράπεζες, δεν κατάλαβε επί δύο και πλέον χρόνια τίποτε; στ) Οι συναλλαγές που γίνονταν ήταν «καραμπινάτα» εντός ελέγχου των διαδικασιών «ξεπλύματος χρήματος», η αρμόδια υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας τι έκανε; Πώς και δεν το πήρε είδηση; Αυτά είναι μόνο μερικά απλά ερωτήματα για την πορεία του θέματος που δείχνουν ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα και δεν είναι μόνο τα κόκκινα δάνεια. Οι ιδιωτικές διοικήσεις των τραπεζών, που με τις «πλάτες» της κυβέρνησης εξαντλούν την αυστηρότητά τους στον κάθε φουκαρά που πήρε ένα δάνειο και δεν μπορεί να το αποπληρώσει γιατί μειώθηκε το εισόδημά του, φαίνεται ότι αναζητούν νέες ευκαιρίες κερδοφορίας κάνοντας με τη σειρά τους «πλάτες» σε παράνομες πρακτικές.
Ο θαυματουργός ιδιωτικός τομέας στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και της απαξίωσης των ακινήτων έκανε και εδώ το «θαύμα» του. Το παράδειγμα του κ. Παπαευαγγέλου είναι απτό. Παράλληλα υπάρχουν αρκετές άλλες «γκρίζες» ζώνες σε αντίστοιχες συναλλαγές με Τούρκους ολιγάρχες, που αγοράζουν ακίνητα-φιλέτα σε ακριτικές περιοχές της χώρας π.χ. Δωδεκάνησα. Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα. Για αυτούς ο ιδιωτικός τομέας φέρει «φωτοστέφανο» ενώ ο δημόσιος είναι «έργο του διαβόλου». Τα έργα Παπαευαγγέλου – Jumbo αποδεικνύουν του το αναληθές αυτής της προσέγγισης.
*Την επόμενη βδομάδα το δεύτερο μέρος, με τα έργα και τις ημέρες της Folli–Follie.