Η κατάσταση της
ελληνικής οικονομίας ήταν ήδη πολύ δύσκολη λόγω της μνημονιακής δεκαετίας. Με
την κρίση του κορωνοϊού αναμένεται να χειροτερέψει και αυτό προσπαθεί να το
αποκρύψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για όλα αυτά κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα
συζήτηση με τον οικονομολόγο και πανεπιστημιακό Κώστα Μελά.
Η κυβέρνηση και τα φιλικά προσκείμενα σε αυτήν ΜΜΕ
καλλιεργούν ένα κλίμα εφησυχασμού για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Ποια είναι η πραγματική κατάσταση της οικονομίας και ειδικότερα η κατάσταση
όσων πλήττονται από αυτή την κρίση;
Σε μια χώρα που έχει χαθεί το 25% του
ΑΕΠ κατά την περίοδο των δέκα μνημονιακών χρόνων και απώλεσε άλλο ένα 10% μέσα
σε ένα χρόνο (2020) δεν μπορεί να περνά, ως ζήτημα άνευ αξίας, στα ψιλά των
ΜΜΕ.
Η κυβέρνηση, εμφορούμενη από έναν
άκρατο οικονομισμό ο οποίος συμπλέει με υψηλή αυταρχικότητα, και επιπλέον από
μια επικοινωνιακή ρητορική συνεχούς ωραιοποίησης της πραγματικότητας,
«χαρούμενη και αισιόδοξη», κοιτάζει το μέλλον ουσιαστικά κρύβοντας τη σημασία
της τεράστιας μείωσης του ΑΕΠ , κατά 20 δισ. ευρώ, το 2020, (το ΑΕΠ από 184
δισ. ευρώ το 2019 μειώθηκε στο επίπεδο των 166 δισ. ευρώ το 2020) και των
μεγάλων συνεπειών που αυτή έχει επιφέρει στην οικονομία και στην κοινωνία.
Πρέπει να εξηγηθεί τι σημαίνει η
μείωση του 10% και να μην κρύβονται οι κυβερνώντες και οι οικονομολόγοι της
πίσω από τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας (κρούσματα, διασωληνωμένοι,
θάνατοι). Μια ύφεση 10% έχει τεράστιο κόστος, και αναμένεται να επιδεινώσει
σημαντικά τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της
δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το
μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το επενδυτικό κενό και τη μείωση
του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων.
Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις
διαρθρωτικού τύπου προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία πριν
από την πανδημία του κορωνοϊού και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες
προοπτικές της: Τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το υψηλό επίπεδο
φοροδιαφυγής, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού
υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης
σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση και την
προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Με απλά λόγια σχεδόν το σύνολο των
προβλημάτων που «κουβαλάει» η ελληνική οικονομία, ας πούμε τα τελευταία 50
χρόνια, και τα οποία επιχείρησε να διορθωθούν μέσω των μνημονίων, μετά την
κρίση του 2010, υπάρχουν εκεί και μερικά από αυτά έχουν χειροτερεύσει
περαιτέρω. Όμως ακόμη και η διαφημιζόμενη επιτυχία των μνημονιακών
προγραμμάτων, δηλαδή η προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών
ελλειμμάτων, τίθεται εν αμφιβόλω: Η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει στον
αστερισμό των διπλών ελλειμμάτων.
Ποια είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων που
λαμβάνονται συνολικά για την οικονομία αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας,
ειδικότερα των πλέον ευάλωτων κοινωνικά ομάδων;
Τα κυβερνητικά μέτρα είχαν αμυντικό
χαρακτήρα προκειμένου να δημιουργήσουν ένα στοιχειώδες δίχτυ προστασίας των
εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν περιορισμένη
για δύο προφανείς λόγους: Ο πρώτος είναι σχετικός με την αδυναμία να συλλάβουν
και να αντιμετωπίσουν με τον πρέποντα τρόπο την εξέλιξη της πανδημίας. Η ματιά
της κυβέρνησης ήταν στραμμένη συνεχώς προς την οικονομία με τον συγκεκριμένο
τρόπο που αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της. Το να εισέλθει μια χώρα σε
λοκντάουν είναι σχετικά εύκολο. Το δύσκολο είναι πως εξέρχεσαι. Ο δεύτερος
λόγος αφορά ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν κοινωνική πολιτική επικεντρωμένη στις
πιο ευαίσθητες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού. Όπως έχουμε
αναφέρει είναι αυτές οι ομάδες που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες. Η
εντονότερη αναδιανομή προς αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες πιθανόν θα είχε και
περισσότερα οφέλη για την οικονομία πέρα από τις κοινωνικές επιπτώσεις.
Η κυβέρνηση και ο Τύπος συνεχώς επικαλούνται το Ταμείο
Ανάκαμψης και τα 32 δισ. ευρώ που θα έλθουν σε βάθος πενταετίας, ότι αυτά θα
λύσουν όλα τα προβλήματα. Πόσο αυτά τα χρήματα επαρκούν για να ξεπεραστούν τα
προβλήματα της οικονομίας;
Η επάρκεια των πόρων είναι πάντοτε
ένα σχετικό μέγεθος σε μια διαδικασία εν εξελίξει μάλιστα σε καθεστώς υψηλής
αβεβαιότητας. Εξάλλου κανείς δεν έχει αναφέρει βάσει ποιων κριτηρίων
καθορίστηκε το ύψος των πόρων προς διάθεση. Όταν ασκείται διακριτική οικονομική
πολιτική υπάρχει η ευχέρεια των φορέων της οικονομικής πολιτικής να μεταβάλλουν
με τις ενέργειες τους τα διάφορα οικονομικά μεγέθη που ελέγχουν ανάλογα με τις
εκάστοτε επικρατούσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει
στην Ε.Ε., όπου επικρατεί η άσκηση οικονομικής πολιτικής κανόνων, δηλαδή ένα
σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής
στους οποίους επιχειρείται να προσαρμοσθεί η οικονομική δραστηριότητα. Αυτή η
διαφορά στον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής είναι καθοριστική για να
διαχωρίσει δύο σχολές σκέψεις: Την παρεμβατική και την υποτιθέμενη μη
παρεμβατική. Η τελευταία γίνεται παρεμβατική μόνο αν σημαντικά εξωγενή γεγονότα
προκαλούν μεγάλες αρνητικές αναταραχές (όπως η πανδημία Covid-19). Όμως η λογική της παρέμβασης είναι οργανικά
ενσωματωμένη στην βασική της αντίληψη, δηλαδή αυτή της μη παρέμβασης.
Επιπλέον, οι πόροι θα διατεθούν με
βάση της προτεραιότητες της Ε.Ε. στους αναφερόμενους παραπάνω τομείς και όχι με
βάση τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα προβλήματα της κάθε χώρας που δημιουργήθηκαν
ή οξύνθηκαν λόγω της πανδημίας Covid-19.
Η κυβέρνηση υπόσχεται ότι τα μέτρα της «επιτροπής
Πισσαρίδη» που γίνονται στο πλαίσιο των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης
θα λύσουν και τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όμως από την
ανάγνωσή τους προκύπτει ότι είναι ξαναζεσταμένες οι ίδιες πολιτικές που μας
οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα. Τελικά τι πρέπει να αναμένουμε ειδικά από τα
μέτρα της Επιτροπής;
Ένα ακόμη Σχέδιο για την «Ανάπτυξη
της Ελληνικής Οικονομίας» προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία με
τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Το σχέδιο δεν «κομίζει γλαύκα εις
Αθήνας», δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο
τρόπο, ήδη γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών
οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας, Ευρωπαϊκής Επιτροπής), όσο και
αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).
Με απλά λόγια σχεδόν το σύνολο των προβλημάτων που
«κουβαλάει» η ελληνική οικονομία και τα οποία επιχείρησε να διορθωθούν μέσω των
μνημονίων υπάρχουν και μερικά από αυτά έχουν χειροτερεύσει περαιτέρω
Οι απόψεις αυτές διέπονται από την
κυρίαρχη λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον ένα ή
άλλο τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που
εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις
κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τη χώρα. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια
εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης είμαστε σε θέση να
εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις,
έτσι ώστε να συνάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσον η συνέχιση της ίδιας
οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Υπάρχει διέξοδος στον οικονομικό τομέα και ποια είναι
αυτή; Μπορεί η παραγωγική ανασυγκρότηση να δώσει λύσεις, με ποια μορφή και
ποιες διαδικασίες;
Η κρίση χρέους, η οικονομική κρίση
της τελευταίας δεκαετίας, καθώς και η τρέχουσα οικονομική κρίση εξαιτίας του Covid-19, έχουν αναδείξει την ανάγκη μετασχηματισμού του
οικονομικού υποδείγματος.
Η επιτυχία του μετασχηματισμού θα
εξαρτηθεί από δύο παράγοντες: Πρώτον, από τη ρεαλιστική ανάγνωση των βασικών
χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων της σημερινής αναπτυξιακής ταυτότητας
της οικονομίας. Η αλλαγή αυτής της ταυτότητας είναι μια σωρευτική διαδικασία,
που απαιτεί χρόνο και μείζονες μεταρρυθμίσεις σε πολλές δομές της πολιτικής και
της οικονομίας, στη συμπεριφορά των θεσμικών τομέων, στην επιχειρηματική
κουλτούρα, σε παγιωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις οικονομικής πολιτικής,
καθώς και στις παρεμβάσεις μικροοικονομικής, μακροοικονομικής, βιομηχανικής,
χρηματοδοτικής και κοινωνικής πολιτικής.
Δεύτερον, από τον οραματικό στόχο που
αφορά το ποια Ελλάδα θέλουμε να έχουμε στο μέλλον. Αυτός ο οραματικός στόχος
μπορεί να προέλθει από την οικοδόμηση ενός νέου, βιώσιμου, διατηρήσιμου
υποδείγματος ανάπτυξης χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Για να είναι βιώσιμο το αναπτυξιακό
υπόδειγμα πρέπει να επιτυγχάνει υψηλή οικονομική αποτελεσματικότητα σε όρους
όγκου και ποιότητας απασχόλησης καθώς και αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για
όλους χωρίς αποκλεισμούς.
Η οικονομική αποτελεσματικότητα
εξαρτάται από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της οικονομίας, την ποιότητα και
τον όγκο των παραγωγικών επενδύσεων, την κατανομή της τραπεζικής ρευστότητας,
την ενίσχυση των θεσμών προστασίας της κοινωνίας. Η αύξηση των δημόσιων
επενδύσεων, η βελτίωση των δομών κοινωνικής προστασίας και η περιβαλλοντική
προστασία πρέπει να αποτελούν τα βασικά ενδιάμεσα μέσα για την επίτευξη του
στόχου.
ΤΑ «ΑΝΟΙΚΤΑ ΜΕΤΩΠΑ»
Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε κάποια παραδείγματα για τη
δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζουμε;
Αναφέρω συγκεκριμένα για το 2020:
Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος: Δημόσιο χρέος ύψους 338 δισ. ευρώ (περίπου 208% του
ΑΕΠ) και με ιδιωτικό χρέος πάνω από 240 δισ. ευρώ ή 148% του ΑΕΠ (χωρίς τις
αγνώστου ύψους οφειλές μεταξύ ιδιωτών). Η βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου
χρέους εξαρτάται κατ’ αρχάς από την τήρηση των συμφωνιών από τους Ευρωπαίους
δανειστές.
Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους
αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς από αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το
κατά πόσον θα υπάρξουν χιλιάδες πτωχευμένες επιχειρήσεις, απολύσεις εργαζομένων
και δραματική αύξηση της ανεργίας αλλά και μια νέα γενιά μη αποτελεσματικών
δανείων που θα βαρύνουν για ακόμη μια φορά τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Και το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται. Σύμφωνα
με τα υπάρχοντα στοιχεία από το επιστρεπτέο κομμάτι των τεσσάρων φάσεων της
επιστρεπτέας προκαταβολής αλλά και των φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν
ανασταλεί μέχρι τον Απρίλιο, έχει συσσωρευτεί επιπλέον χρέος συνολικού ύψους
περίπου 7-8 δισ. ευρώ. Οι αναστολές δανειακών υποχρεώσεων από τις τράπεζες
προσθέτουν επιπλέον 20,5 δισ. ευρώ (σύμφωνα με την ΤτΕ, 11/2020 – σύμφωνα με
την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών σε 30 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020) στον
συνολικό λογαριασμό, ενώ μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν για τα απλήρωτα
τιμολόγια και τις επιταγές που έχουν «παγώσει» με κρατική παρέμβαση. Με το ποσό
των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αναστολή να έχει ξεπεράσει τα 3
δισ. ευρώ, θεωρείται πρακτικά δύσκολο αυτά τα χρέη να πληρωθούν μέσα στην
περίοδο 2021-2022 και ταυτόχρονα με τις τρέχουσες υποχρεώσεις.
Δημοσιονομικά ελλείμματα: Σημαντικότατη αύξηση παρουσίασαν και τα δύο
ελλείμματα. Πρωτογενές έλλειμμα: 6,0-6,5% του ΑΕΠ. Γενικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα: περίπου 9,0%. Το
μεγάλο ζήτημα είναι πώς θα αποφασίσουν η Ε.Ε. και η κυβέρνηση να προσαρμόσουν
αυτά τα ελλείμματα στις ανάγκες της οικονομίας.
Έλλειμμα Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 2020, το ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών σημείωσε έλλειμμα 11,2 δισ. ευρώ, κατά 8,4 δισ. ευρώ
μεγαλύτερο του 2019. Δηλαδή περίπου στο 7% του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται σχεδόν εξ
ολοκλήρου στη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία εν μέρει
αντισταθμίστηκε κυρίως από τον περιορισμό (κατά 4,3 δισ. ευρώ) του ελλείμματος
του ισοζυγίου αγαθών και δευτερευόντως από τη βελτίωση του ισοζυγίου πρωτογενών
εισοδημάτων. Ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών προέρχεται από
τη μεγαλύτερη σε απόλυτο μέγεθος και με ταχύτερο ρυθμό μείωση των εισαγωγών σε
σχέση με εκείνη των εξαγωγών.
Η κρίση χρέους, η οικονομική κρίση της τελευταίας
δεκαετίας, καθώς και η τρέχουσα οικονομική κρίση εξαιτίας του Covid-19, έχουν αναδείξει την ανάγκη μετασχηματισμού του
οικονομικού υποδείγματος
Τραπεζικό σύστημα και ρευστότητα: Το τραπεζικό σύστημα έχει πρωτοφανή αδυναμία στο να
παίξει το ρόλο για τον οποίο έχει δημιουργηθεί: Την χορήγηση ρευστότητας. Χαρακτηριστικές
είναι οι επισημάνσεις του Κεντρικού Τραπεζίτη ότι μετά την είσοδο της Ελλάδος
στην αγορά ομολόγων της ΕΚΤ, 40 δισ. ευρώ έχουν εισέλθει στην οικονομία εκ των
οποίων ελάχιστα στην πραγματική οικονομία. Ακόμα σημείωσε ότι οι ελληνικές
συστημικές τράπεζες έχουν τοποθετήσει περίπου 12 δισ. ευρώ σε ομόλογα του
ελληνικού δημοσίου. Το πρόβλημα των μη αποτελεσματικών δανείων συνεχίζει να
ταλανίζει τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών και είμαστε μάρτυρες της
διαμάχης μεταξύ κυβέρνησης και ΤτΕ σχετικά με την πρόταση της τελευταίας για
δημιουργία «bad bank» την οποία αρνείται η πρώτη.
Ανεργία: Το επίπεδο ανεργίας υπολογίζεται στο 16,5%, λαμβάνοντας
υπόψη, μεταξύ των άλλων, τα μέτρα στήριξης του προγράμματος SURE. Τo 2020 οι απασχολούμενοι ήταν 3,823 εκατ. άτομα, οι
άνεργοι 758.000 άτομα και το εργατικό δυναμικό ήταν 4,588 εκατ. άτομα. Αντίστοιχα
τον Δεκέμβριο του 2019, το εργατικό δυναμικό ήταν 4,640 εκατ. άτομα και οι
άνεργοι ήταν 774.000 άτομα (16,7%). Ουσιαστικά, η στατιστική ανεργία παρέμεινε
σταθερή όμως, η πραγματική ανεργία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, εκτιμάται
(2020) σε 1.090.0000 άτομα.
Διαθέσιμο εισόδημα: Περισσότεροι από 1,7 εκατ. μισθωτοί του ιδιωτικού
τομέα τέθηκαν σε αναστολή εργασίας για χρονικά διαστήματα από 3 έως και 10
μήνες, περίπου 1.400.000 ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και
αυτοαπασχολούμενοι ανέστειλαν τη λειτουργία τους, τουλάχιστον για 5 έως και 7
μήνες, ή υπολειτούργησαν τουλάχιστον για 9 μήνες. Επιπλέον, περισσότεροι από
400.000 ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων υποχρεώθηκαν για 6 έως και 10 μήνες
να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα κατά 40% ή και περισσότερο. Σύμφωνα με πρόσφατη
έρευνα της ΓΣΕΕ, 6 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δηλώνουν απώλεια
εισοδήματος το 2020.
Επίσης με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο
εννεάμηνο του 2020, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των
ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων μειώθηκε κατά 1,1%. Παράλληλα, το πρώτο
εννεάμηνο του 2020, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (σε τρέχουσες
τιμές) μειώθηκε σημαντικά περισσότερο, κατά 5,4%, σε ετήσια βάση. Ως εκ τούτου,
η ακαθάριστη αποταμίευση, η οποία αποτελεί το μέρος του ακαθάριστου διαθέσιμου
εισοδήματος που δεν καταναλώνεται, ήταν θετική και διαμορφώθηκε σε 2,3% του
ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι ‒2,2%, το πρώτο εννεάμηνο του 2019. Εκτιμάται
ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου μειώθηκε αφού
ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά ανελαστικές
δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης. Αντίθετα, τα νοικοκυριά υψηλότερου
εισοδηματικού κλιμακίου συσσώρευσαν αποταμιεύσεις, διότι μείωσαν, σε μεγάλο
βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες. Από την έναρξη
της πανδημικής κρίσης, αρνητικές στο διαθέσιμο εισόδημα ήταν οι συμβολές των
αμοιβών της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, του λειτουργικού πλεονάσματος/μικτού
εισοδήματος αλλά και του εισοδήματος περιουσίας.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ το 2021: Όλα παραπέμπουν σε μια πιο αργή ανάκαμψη της
οικονομίας για το 2021. Οι χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για
την ελληνική οικονομία επιβεβαίωσαν όσες απόψεις είχαν επιφυλάξεις για τις
υπέρμετρα αισιόδοξες εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί στο πρόσφατο παρελθόν από
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το υπουργείο Οικονομικών.
Για του λόγου το αληθές αναφέρω τις
προηγούμενες εκτιμήσεις, για το 2021, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του
ελληνικού υπουργείου Οικονομικών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Άνοιξη 2020: 7,9%,
Καλοκαίρι 2020: 6%, Φθινόπωρο 2020: 5%, Χειμώνας 2021 (Φεβρουάριος 2021): 3,5%
και ελληνικό υπουργείο Οικονομικών – Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2021: 7,8%,
Προϋπολογισμός 2021: 4,8%.
Η προβαλλόμενη ως δικαιολογία μεγάλη
αβεβαιότητα που συνοδεύει την πανδημία πρέπει να γίνει αποδεκτή όμως μέχρι ενός
ορισμένου βαθμού. Είναι εμφανές ότι πάντοτε επιλέγεται ως βασική εκτίμηση αυτή
που στηρίζεται στις πλέον αισιόδοξες προσδοκίες. Προφανώς αυτό εντάσσεται στην
αντίληψη που υποστηρίζει ότι οι θετικές προσδοκίες αυξάνονται με αισιόδοξα
μηνύματα που τονώνουν τη ψυχολογία του κόσμου! Θεωρώ ότι κάνουν
λάθος, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 533, 27/02/2021
Πηγή: https://edromos.gr/kostas-melas-oikonomologos-alitheies-kai-psemata-gia-tin-elliniki-oikonomia/