του Παύλου Δερμενάκη
«ΗΕλλάδα του 2019 είναι μία άλλη χώρα» σε σχέση με την περίοδο 2010-2014 ισχυρίστηκε στις 15/1/2019 ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο εμπιστοσύνης. Όμως, για μια ακόμα φορά, τόσο αυτός όσο και οι επιτελείς του, απέφυγαν να δώσουν αποδεικτικά στοιχεία για την γενική και αόριστη προπαγάνδα τους. Ακόμα όμως κι όταν δίνουν κάποια νούμερα είναι επιλεκτικά και δεν αποτυπώνουν την οικτρή κατάσταση στην οποία έχουν φέρει, τόσο οι ίδιοι όσο και οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, την οικονομία και τον λαό.
Συνοπτικά, η κατάσταση της οικονομίας το 2019 και οι προοπτικές της χαρακτηρίζονται από την οριακή βελτίωση κάποιων μεγεθών τα τελευταία δύο χρόνια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεπερνιούνται τα μεγάλα δομικά προβλήματα που είχε η οικονομία και επιδεινώθηκαν δραματικά με τα τρία μνημόνια. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παραμένει χαμηλός, ουσιαστικά η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα σε σχέση με την αποκορύφωση της μείωσης της παραγωγής. Η απόλυτη ανεργία «βελτιώνεται» με την υποκατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με μερικής και εκ περιτροπής. Οι όποιες εισροές κεφαλαίων έρχονται για να «πλιατσικολογήσουν» τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο τουρισμός, συμβάλει μεν στην οικονομία καθώς ο ανοδικός οικονομικός κύκλος στον αναπτυγμένο κόσμο βοήθησε τα προηγούμενα χρόνια, όμως ήδη υπάρχουν τα πρώτα μηνύματα επιβράδυνσης και στην ανάπτυξη παγκόσμια και στον ελληνικό τουρισμό κατ’ επέκταση. Εδώ σταματούν τα όσα «καλά» μπορούμε να αναφέρουμε πως συμβαίνουν, έστω και σε οριακό βαθμό, στην ελληνική οικονομία. Από εδώ και μετά αρχίζει ο έντονος προβληματισμός τόσο για τα ίδια τα μεγέθη της οικονομίας και τη διάρθρωσή της, όσο και για το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθεί αυτή να ανταποκριθεί στην «μετά τα μνημόνια» εποχή όπως αρέσκεται να την χαρακτηρίζει η κυβέρνηση. Θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε αυτήν την κατάσταση όπως είναι σήμερα, στις αρχές του 2019, και τις προοπτικές της μέσα από τέσσερα κομβικά θέματα.
Ασταθές και επιδεινούμενο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2019 είναι έτος καμπής καθώς η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε περίοδο σημαντικής επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης, ειδικά στην Ε.Ε. Οι προβληματισμοί μάλιστα είναι ιδιαίτερα έντονοι ακόμα και για το 2019 όσον αφορά την «ατμομηχανή», δηλαδή τη Γερμανία.
Παράλληλα, η εφαρμογή των επεκτατικών πολιτικών από τις κεντρικές τράπεζες εξάντλησε τα όρια της, φθάνοντας στο τέλος της. Στις ΗΠΑ τα επιτόκια έχουν ήδη αρχίσει να αυξάνονται στην δε Ευρωζώνη το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ ολοκληρώθηκε με πενιχρά συνολικά αποτελέσματα, όσον αφορά στην αύξηση του ΑΕΠ συγκριτικά με τα 2,6 τρισ. ευρώ που διατέθηκαν ως ρευστότητα και τα μηδενικά επιτόκια επί σειρά ετών. Μπορεί να μην ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία άμεσα, καθώς θα προσπαθήσει η ΕΚΤ να «ανακυκλώσει» την ίδια πολιτική, όμως η περίοδος αντιστροφής είναι πλέον κοντά, γεγονός που σημαίνει αύξηση κόστους χρήματος και συνεπώς μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους δανειολήπτες πάσης φύσεως (κράτη, επιχειρήσεις, ιδιώτες). Περισσότερα για το θέμα του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος μπορείτε να δείτε στο σχετικό άρθρο του προηγούμενου φύλλου του Δρόμου.
Όλα τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Η μεγαλύτερη επιβράδυνση στην Ε.Ε. σημαίνει περιορισμό σταδιακά στις ελληνικές εξαγωγές και στον τουρισμό, καθώς από εκεί αντλούμε τα μεγαλύτερα μερίδια. Άρα, επιβράδυνση στον όποιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας από εξωγενείς, κατ’ αρχάς, παράγοντες.
Όσον αφορά δε τη ρευστότητα και τα χαμηλά επιτόκια, η Ελλάδα δεν κέρδισε τίποτε όλη αυτήν την περίοδο των μνημονίων, ιδιαίτερα από το 2015 έως και το 2018 με την ποσοτική χαλάρωση, αφού είχε ρητά εξαιρεθεί. Η οποιαδήποτε, όμως, στην πορεία αύξηση του κόστους χρήματος, λόγω αλλαγής στην πολιτική της ΕΚΤ, θα έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις για τον δανεισμό τόσο του δημόσιου τομέα (εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους) όσο και του ιδιωτικού τομέα, που αφορά και το συσσωρευμένο χρέος (κόκκινα δάνεια ή μη) και το νέο χρέος στον βαθμό που θα «υπάρχει»(;) τραπεζική ρευστότητα για επενδύσεις.
Συνοπτικά, η ελληνική οικονομία απέκλινε από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον στην περίοδο των μνημονίων και ειδικά στην περίοδο 2015-2018 που σημειώθηκαν παγκόσμια οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης. Στις περιόδους αυτές όχι μόνο δεν εκμεταλλευτήκαμε το διεθνές περιβάλλον αλλά αντίθετα αποκλίναμε αρνητικά από αυτό. Σήμερα, που το διεθνές περιβάλλον επιβραδύνεται, θα υποστούμε εκ νέου αρνητικές συνέπειες ξεκινώντας από πολύ χαμηλότερη οικονομικά βάση.
Η ελληνική οικονομία έχει πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει την καινούργια χρονιά. Ξεκινάει από απαγορευτικά επιτόκια δανεισμού, δεν έχει πλέον κανένα εργαλείο θετικής παρέμβασης στην ανάπτυξη, οι επενδύσεις συνεχώς μειώνονται μαζί με την αποταμίευση και οι τράπεζες φυτοζωούν.
Υψηλά, απαγορευτικά spread για διεθνή δανεισμό
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι βγήκαμε από τα μνημόνια. Κάτι τέτοιο μπορεί να το τεκμηριώνει κάποιος όταν μπορεί να δανείζεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους με επιτόκια αντίστοιχα με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης. Για την Ελλάδα που «τυπικά» βγήκε από τα μνημόνια ο δρόμος για επιτόκια εκτός μνημονίων είναι ακόμα πάρα πολύ μακρινός. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και το «παρκαρισμένο» κεφαλαιακό απόθεμα των 25 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι και το τέλος του 2020.
Στην περίοδο που η χώρα είναι «εκτός μνημονίων» το επιτόκιο δανεισμού για το 10ετές ελληνικό ομόλογο κινείται σε επίπεδα του 4% και πλέον (στις 17/1/2018 στο 4,22%) ύψος «απαγορευτικό» για την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο στις αγορές στην παρούσα φάση. Αρχικά, λόγω και της ιταλικής κρίσης προϋπολογισμού που συνέπεσε, τα υψηλά spread αποδόθηκαν σε αυτήν. Το θέμα διευθετήθηκε, τα Ιταλικά επιτόκια αποκλιμακώθηκαν αρκετά, αλλά τα ελληνικά συγκριτικά πολύ λιγότερο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αγορές, αποτιμούν τον ελληνικό «κίνδυνο» υψηλά αν και «εκτός μνημονίων» και συνεπώς συνεχίζουν να τιμολογούν ανάλογα τα ελληνικά επιτόκια.
Για να έχουμε μια εικόνα τι σημαίνει «εκτός μνημονίων» από τις αγορές και όχι από τις προεκλογικές κυβερνητικές δηλώσεις προς τους ιθαγενείς: Το 10ετές επιτόκιο στις 17/1/2019 ήταν 4,22% για την Ελλάδα, 1,65% για την Πορτογαλία, 1,37% για την Ισπανία και 2,78% για την Ιταλία, όπου η πρόσφατη κρίση δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί πλήρως με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε επίπεδα έως σχεδόν 50% πάνω συγκριτικά με την περίοδο πριν το Μάιο του 2018.
Πρακτικά οι παραπάνω διαφορές 3% περίπου στα επιτόκια για την Ελλάδα, με δεδομένο ότι αυτή θα πρέπει να ανακυκλώνει ετησίως δημόσιο χρέος της τάξης των 30 δισ (λήξεις υποχρεώσεων) με νέο δανεισμό, σημαίνουν αθροιστικά νέα ετήσια επιβάρυνση τόκων στον κρατικό προϋπολογισμό ύψους 1 δισ., όταν για το 2018 η σχετική δαπάνη για το σύνολο του δημόσιου χρέους ήταν 5,6 δισ.
Φυσικά με αυτή την εικόνα ως προς τα επιτόκια από τις διεθνείς αγορές είμαστε σε «συνεχές μνημόνιο» υπό τον αυτόματο έλεγχο των αγορών, και το κόστος θα γίνεται υψηλότερο όσο θα βαδίζει η ΕΚΤ στην απομάκρυνση από την ποσοτική χαλάρωση και στη διαδικασία της αύξησης του κόστους χρήματος.
Χρηματοδότηση ανάπτυξης οικονομίας
Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει και αποδεικνύεται από μελέτες, οι καθαρές πάγιες επενδύσεις (μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων) στην Ελλάδα από το 2011 και μετά είναι αρνητικές. Γιατί οι επενδύσεις δεν γίνονται επειδή το επιθυμεί ή το διατάσσει η κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο αν η ίδια φροντίζει συνεχώς να μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις, όπως συμβαίνει τα τρία τελευταία έτη για να πετύχει υπερπλεονάσματα.
Συνεπώς, πρώτο ζητούμενο για να ξεφύγει η χώρα από το τέλμα της στασιμότητας η πραγματοποίηση επενδύσεων, κάτι το οποίο μοιάζει με όνειρο όταν είναι γνωστή η καθίζηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Θα επενδύσει κάποιος για να «πουλήσει» σε ποια αγορά; και σε ποιον τελικό αγοραστή; Κάπως έτσι καταλήγουμε να θεωρούμε επενδύσεις το «άνοιγμα – κλείσιμο» ψητοπωλείων και χώρων καφέ.
Το δεύτερο ζητούμενο είναι επενδύσεις με ποια και από πού χρηματοδότηση. Ως γνωστόν, τραπεζικό σύστημα για χρηματοδότηση της οικονομίας δεν υφίσταται στην Ελλάδα. Αφ’ ενός υπάρχουν τα κόκκινα δάνεια και η εν γένει προβληματική κατάσταση των τραπεζών, κυρίως όμως δεν υπάρχει αποταμίευση. Η αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα από 238 δισ. ευρώ το του Δεκέμβριο 2009 μειώθηκε (-45%) σε 131 δισ. τον Νοέμβρη του 2018. Η μείωση αυτή, εκτός των άλλων, αποτελεί δείγμα της φτωχοποίησης του λαού που αποτελούσε τον «αιμοδότη» του τραπεζικού συστήματος με τις αποταμιεύσεις του, καθώς, ως γνωστόν, για τους «έχοντες» υπήρχαν πάντοτε οι «λύσεις» των καταθέσεων στο εξωτερικό.
Συνεπώς, στην ελληνική οικονομία μετά τα μνημόνια ούτε επενδύσεις γίνονται (είναι ζήτημα αν το 2018 θα ξεπεράσουν το 0% μαζί με τις αποσβέσεις) ούτε φυσικά υπάρχουν αποταμιευτικοί πόροι για χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Τα δε εισρέοντα από το εξωτερικό κεφάλαια δεν προορίζονται για νέες παραγωγικές επενδύσεις αλλά για «πλιάτσικο» κερδοσκοπίας στη δημόσια περιουσία και στον ιδιωτικό τομέα σε υποτιμημένα ακίνητα, επιχειρήσεις και δάνεια με υψηλά καλύμματα.
Κατάσταση τραπεζών
Όπως έχουμε επανειλημμένα τεκμηριώσει οι τράπεζες στην Ελλάδα είναι άδεια κουφάρια που απλά φυτοζωούν «τρώγοντας», μαζί με τα funds, τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας στο όνομα της εξυγίανσής τους από τα κόκκινα δάνεια. Επί δέκα χρόνια ασχολούνται με τα κόκκινα δάνεια χωρίς να έχουν δώσει την παραμικρή λύση για την οικονομία και τους ίδιους τους δανειολήπτες. Απλά δουλεύουν ως μεσάζοντες, αφενός για να παρατείνουν την αγωνία των δανειοληπτών με ανέφικτες μεσο-μακροπρόθεσμα λύσεις και αφετέρου για να εξυπηρετήσουν τα funds που αγοράζουν δάνεια και καλύμματα προσφέροντας εξευτελιστικές τιμές και κερδοσκοπώντας σε βάρος των δανειοληπτών. Μάλιστα, είναι τόσο μεγάλη η πρόκληση στις εξευτελιστικές τιμές των πωλήσεων που ακόμα και η ίδια η ΕΚΤ υποχρεώθηκε να «βάλει φρένο» σε τέτοιες πωλήσεις. ΕΚΤ, Τράπεζα της Ελλάδος, Κυβέρνηση και Τράπεζες βρίσκονται σε ένα αδιέξοδο όσον αφορά τον τρόπο μείωσης των κόκκινων δανείων σύμφωνα με τις πολιτικές τους. Έτσι, σήμερα, επεξεργάζονται νέα εργαλεία για να μεταφέρουν τις «νέες ζημιές» και πάλι στις πλάτες του λαού, όπως έκαναν με την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση. Φυσικά, σε αυτές τις συνθήκες η υποτιμητική κερδοσκοπία καλά κρατεί με τις μετοχές των τραπεζών και το πάρτι που έχει στηθεί και εκεί από τα funds. Αποτελέσματα μείον 57% οι τιμές των τραπεζών το 2018, στην περίοδο μετά την «επιτυχία» στα stress test της EKT έως το τέλος έτους, και επιπλέον μείον 15% για το τρέχον 2019!
Συνεπώς, σε ένα επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον, όταν ήδη ξεκινάμε από υψηλά, απαγορευτικά, επιτόκια δανεισμού και ως οικονομία δεν υπάρχει πλέον κανένα εργαλείο για να παρέμβασης θετικά στην ανάπτυξη, αντίθετα οι επενδύσεις συνεχώς μειώνονται μαζί με την αποταμίευση, η κυβέρνηση μπορεί να λέει ότι θέλει από τα μπαλκόνια και τα κανάλια της προεκλογικής εκστρατείας αλλά η οικονομική πραγματικότητα δεν υπακούει σε αυτά… Και ο επερχόμενος «μεσσίας» που μοιράζει τα δικά του «ρεαλιστικά» καθρεφτάκια κινείται στην ίδια σφαίρα της προσωπικής του φαντασίας και των εντολών έξωθεν χωρίς και αυτός να ασχολείται με την ουσία των προβλημάτων…