Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Η «επιτυχία» των ελληνικών τραπεζών στα stress test



Απρόβλεπτες οι επιπλοκές από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων


του Παύλου Δερμενάκη




Ο
λοκληρώθηκαν, στα μέσα της τρέχουσας εβδομάδας, τα stress test (τεστ αντοχής) των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA), στην ουσία την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ακολούθησε η ενημέρωση των διοικήσεων των τραπεζών και τις επόμενες μέρες θα γίνει διαβούλευση επί των αποτελεσμάτων, με την υποβολή παρατηρήσεων εκ μέρους των τραπεζών για τα αποτελέσματα. Τα τελικά, επίσημα, αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 4 ή 5 Μαΐου 2018. Μέχρι τότε κάθε τράπεζα πρέπει να ετοιμαστεί επικοινωνιακά για την παρουσίαση της δικής της κατάστασης και τον μετέπειτα τρόπο χειρισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων εκ μέρους της ΕΒΑ-ΕΚΤ.
Τα αντίστοιχα stress test των λοιπών ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών θα γίνουν τον Οκτώβρη. Η πρόωρη χρονικά αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών γίνεται λόγω της τελικής διαδικασίας αξιολόγησης του 3ου μνημονίου για τη χώρα μας, η οποία πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί, το αργότερο, μέχρι το μέσο του καλοκαιριού.

Επιτυχής δοκιμασία με αστερίσκους

Οι διάφορες αναλύσεις και τα στοιχεία που διαρρέουν από τα stress test δείχνουν ότι, κατ’ αρχάς, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες περνούν από τη δοκιμασία σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν τεθεί από την EBA-ΕΚΤ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και δεν χρειάζονται νέες αυξήσεις κεφαλαίου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Είναι γνωστό το ελληνικό πρόβλημα που αφορά την ακρίβεια (επιεικής έκφραση) των στοιχείων, πρόβλημα από το οποίο δεν ξεφεύγουν ούτε οι τράπεζες παρά τη μηχανογραφική τους οργάνωση. Στην παρούσα αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών η EBA-ΕΚΤ έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα στοιχεία τα οποία ζήτησε και συγκέντρωσε, ανεξάρτητα αν τα επεξεργάστηκε όλα και με το βαθμό πολυπλοκότητας που τα ζήτησε. Εγκατέστησε εκπροσώπους-τοποτηρητές στις τέσσερις τράπεζες και απαίτησε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάλυση και συνθέσεις των στοιχείων ώστε να έχει απόλυτη, πλήρη εικόνα για την πραγματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σε πολλές περιπτώσεις οι απαιτήσεις για στοιχεία θεωρήθηκαν υπερβολικές και δημιουργούσαν την εντύπωση για πολύ βαθιά ανάλυση που εγκυμονούσε κινδύνους σε σχέση με τα τελικά αποτελέσματα. Όμως, αφού ο σκοπός της συγκέντρωσης των στοιχείων επετεύχθη, τα τελικά σενάρια ήταν σχετικά «ήπια», σε σημείο να θεωρείται από αναλυτές, όχι άδικα, ότι έχουν υπεισέλθει και «πολιτικά κίνητρα». Η χώρα βρίσκεται στη διαδικασία ολοκλήρωσης του 3ου μνημονίου και συνεπώς για να είναι αυτή επιτυχής, έστω και με κάποιες υποσημειώσεις-αστερίσκους, μία από τις προϋποθέσεις είναι να περάσουν οι τράπεζες τα stress test χωρίς να απαιτηθεί νέα υποχρεωτική κεφαλαιακή ενίσχυση με τη μορφή της ανακεφαλαιοποίησης, κάτι που ενδεχόμενα θα δημιουργούσε νέα αιτήματα για κεφάλαια, από τους δανειστές, με τη μία ή την άλλη μορφή.
Με βάση όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας προκύπτει ότι στο βασικό σενάριο ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας για τις τέσσερις τράπεζες φτάνει λίγο κάτω από το 15% και στο δυσμενές σενάριο γύρω στο 7,3% (ακραίες τιμές 5,9% – 8,7%). Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη δοκιμασία (2015) είχε τεθεί ως ελάχιστος δείκτης το 5,5%. Στην παρούσα δεν έχει τεθεί κατώτατο όριο και συνεπώς δεν υπάρχει επιτυχής ή ανεπιτυχής ολοκλήρωση του τεστ. Επειδή δεν υπάρχει κριτήριο – δείκτης επιτυχίας στα τεστ, οι όποιες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης θα καθοριστούν στη συνέχεια από το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε τράπεζας, τα προβλήματα που έχει και την οικονομία στην οποία δραστηριοποιείται. Έτσι, όσες τράπεζες υποδειχθούν ότι έχουν υστέρηση σε κεφάλαια θα πρέπει να καταρτίσουν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και θα κληθούν να καλύψουν, τους επόμενους μήνες, τις νέες ανάγκες με ιδιωτικά κεφάλαια.
Όσες τράπεζες υποδειχθούν ότι έχουν υστέρηση σε κεφάλαια θα πρέπει να καταρτίσουν σύντομα σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και θα κληθούν να καλύψουν τις νέες ανάγκες με ιδιωτικά κεφάλαια. Την ίδια στιγμή όμως οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν, χωρίς επιτυχία, λύσεις στο θέμα των κόκκινων δανείων 

Αυξήσεις κεφαλαίων εν μέσω κόκκινων δανείων

Με τα παραπάνω δεδομένα και ανεξάρτητα από εκφράσεις περί «επιτυχίας», οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου με μέγιστο ορίζοντα την άνοιξη του 2019. Τα μεγέθη είναι διαφορετικά για κάθε τράπεζα όπως και το σενάριο της υποχρεωτικής ή μη αύξησης. Από τα δημοσιεύματα προκύπτει ότι η Πειραιώς θα πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση της τάξης 1-1,8 δισ. ευρώ και οι άλλες τρεις τράπεζες από 0,5-1 δισ. ευρώ. Στο βαθμό που η μία από τις τρεις προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θεωρείται βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και οι άλλες. Από την πληροφόρηση που υπάρχει, μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι στις τράπεζες που υπάρχει ισχυρός μέτοχος ιδιώτης (Eurobank, Alpha, Πειραιώς) οι αρχικές προθέσεις του δεν είναι υπέρ της αύξησης κεφαλαίου. Όμως όλα αυτά θα λυθούν στην πορεία, με την οριστική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και την επικοινωνιακή τακτική που θα επιλέξουν οι τράπεζες, στην οποία θα έχουν τουλάχιστον εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη τους οι ιδιώτες μέτοχοι.
Ένα από τα δυνατά επιχειρήματα υπέρ της αύξησης κεφαλαίου φαίνεται να είναι ότι η ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια θα συμβάλλει στη μελλοντική μεγέθυνση της τράπεζας. Όμως αυτά τα σενάρια απέχουν πολύ από την πραγματικότητα καθώς οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν, χωρίς επιτυχία, λύσεις στο θέμα των κόκκινων δανείων. Η μεγέθυνση της οικονομίας, αν και είναι θετική, δεν επαρκεί για να απορροφήσει τις συνέπειες από τα προβληματικά δάνεια. Το πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει οξύτατο. Τα 95 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια σήμερα (έχουν ήδη πουληθεί ή μειωθεί με διάφορους τρόπους κατά 10 δισ. περίπου) δεν καλύπτονται πραγματικά από το απόθεμα κεφαλαίων. Παράλληλα, τα επόμενα 2-3 χρόνια θα εμφανιστούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, άλλα 20 δισ. ευρώ προβληματικά από τα σημερινά υγιή, ή τα μετά από ρύθμιση υγιή, δάνεια.
Συνεπώς, παρά την εμφανιζόμενη επιτυχία και τις «σαμπάνιες που ανοίγουν» τις τελευταίες μέρες στο χρηματιστήριο, ο δρόμος για την εξυγίανση των τραπεζών είναι ακόμα πολύ μακρύς και σε κάποια σημεία απρόβλεπτος. Η τωρινή επιτυχία, ανεξάρτητα πως παρουσιάζεται επικοινωνιακά, δεν μπορεί να κρύψει την ανεπάρκεια των κεφαλαίων σε σχέση με τα προβληματικά δάνεια και την τελική, 4η σε 8 χρόνια, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών που θα είναι από 3-6 δισ. ευρώ συνολικά.
Υ.Γ.: Λόγω χώρου σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε στα ειδικότερα προβλήματα των τραπεζών στην παρούσα φάση.
Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 404, 21/4/2018

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Αυταπάτες για την αύξηση του κατώτατου μισθού




Άλλο ένα επικοινωνιακό παιχνίδι της κυβέρνησης εις βάρος των χαμηλόμισθων


του Παύλου Δερμενάκη



Ηκυβέρνηση πιστός εκτελεστής των εντολών και των μέτρων των δανειστών, καθώς μειώνεται σταδιακά ο χρόνος παραμονής της στην εξουσία, αναζητά καθρεφτάκια - αντίμετρα για να προσφέρει ως δέλεαρ στους ιθαγενείς της αποικίας με το όνομα Ελλάδα. Με το τέλος των μνημονίων, που επιθυμούν να διακηρύξουν στο τέλος Αυγούστου 2018, ανεξάρτητα αν στην πράξη η εποπτεία και οι μνημονιακές πολιτικές θα συνεχίζεται με άλλο όνομα, επιθυμούν να εμφανίζουν κάποια κίνηση που θα δίνει το "αριστερό" τους στίγμα. Ένα από τα σενάρια που κυοφορούνται στα μυαλά των κυβερνητικών στελεχών και θεωρούν ότι είναι "πιασάρικο" αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού.   Εδώ δεν θα αναλύσουμε το κατά πόσο είναι ρεαλιστικό ή όχι ένα τέτοιο σενάρια καθώς απαιτούνται πολλές υπερβάσεις σε σχέσει με το μνημονιακό θεσμικό πλαίσιο, η σύμφωνη γνώμη των δανειστών και η συναίνεση των εργοδοτικών οργανώσεων. Οι γνωρίζοντες το θέμα από πιο κοντά, σε σχέση με τις προθέσεις ΣΕΒ, εργοδοτών και των δανειστών, μιλούν για αυταπάτη της κυβέρνησης όσον αφορά τη δυνατότητα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Ο κατώτατος μισθός με τις μνημονιακές αλλαγές του 2012 μειώθηκε σε μία νύχτα από € 751 σε € 586 και σε 510 για τους νέους κάτω των 25 ετών. Όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση στην αγορά εργασίας με αυτό το μισθό ως σημείο αναφοράς αμείβονται σήμερα το ένα τρίτο και πλέον των μισθωτών (35%) έναντι μόλις 10% πριν τα μνημόνια και φυσικά χρόνο με το χρόνο η κατάσταση χειροτερεύει.  Έκτοτε και με καταργημένες στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις ο μισθός αυτός είναι υπό διαπραγμάτευση είτε στο πλαίσιο ατομικών είτε στο πλαίσιο επιχειρησιακών συμβάσεων. Στην περίοδο Μάιος 2014-Μάιος 2017 με κυριαρχούσες τις "ελεύθερες διαπραγματεύσεις" για ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις το αποτέλεσμα ήταν η μέση μείωση των μισθών (στην εφαρμογή τους και του κατώτατου) κατά 8,7%. Σε αυτές τις συνθήκες εργασιακής ζούγκλας το σύνηθες φαινόμενο σήμερα είναι οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης (4ωρα) αλλά με εργασία 8ώρου και μισθούς στο επίπεδο της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ (Μάιος 2017) 636.424 εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης λαμβάνουν αμοιβή € 389,7 (!!!) πριν από τις κρατήσεις κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή το 1/3 των μισθωτών λαμβάνουν αμοιβή που έχει σαν συνέπεια να χαρακτηρίζονται επίσημα ως εργαζόμενοι φτωχοί.
Αν η κυβέρνηση καταφέρει να πείσει δανειστές και εργοδότες και εφαρμόσει την αύξηση του κατώτατου μισθού η όποια αύξηση θα καταλήξει ως φόρος στα κρατικά ταμεία και όχι ως αύξηση στις τσέπες των εργαζόμενων.
Αυτό σήμερα είναι το έργο, ο απολογισμός της "κυβέρνησης της αριστεράς".  Φυσικά δεν είναι το έργο όλο δικό της αλλά αυτή συνέχισε το έργο των προηγούμενων μνημονιακών - αντεργατικών μέτρων και στην εποχή της εφαρμόστηκε απρόσκοπτα, με απόλυτη επιτυχία, η "ελεύθερη διαπραγμάτευση" μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών για ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας που κάθε μήνα έχουν σαν συνέπεια όλο και περισσότεροι μισθωτοί να αμείβονται με όλο και μικρότερο μισθό!!!, το € 389,7 που αναφέραμε παραπάνω ήταν € 397,7  έξι μήνες πριν (Νοέμβρης 2016) και αφορούσε 585.572 μισθωτούς.
Σε αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης, για τους 650.000 μισθωτούς που μαζί με τους ανέργους ανέρχονται σε 1.900.000, η κυβέρνηση προετοιμάζει το παραμύθι της αύξησης του κατώτατου μισθού σε μια προσπάθεια να βρει κοινωνικά ερείσματα.
Όμως έχουν ήδη πυροβολήσει τα πόδια τους όσον αφορά τους σχεδιασμούς τους. Ο κατώτατος ονομαστικός μισθός των € 586, μετά την εισφορά κοινωνικής ασφάλισης είναι € 493. Σήμερα, με το αφορολόγητο στο € 8.600, δεν επιβαρύνεται με φόρο. Σύμφωνα με το μνημονιακό νόμο που προέκυψε από την δεύτερη αξιολόγηση τον Μάϊο 2017 το αφορολόγητο μειώνεται σε € 5.600 (κατά 35%) από την 1/1/2020. Όμως, όπως εξελίσσεται η τέταρτη αξιολόγηση, φαίνεται ότι είναι δεδομένη η εφαρμογή του μέτρου ένα χρόνο νωρίτερα, από 1/1/2019, για να επιτευχθούν τα υπερβολικά πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ. Άρα αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα πετύχει το στόχο για την αύξηση του κατώτατου μισθού σε αυτή την περίπτωση η όποια αύξηση δεν θα πάει στην τσέπη των εργαζόμενων αλλά ως φόρος στο ταμείο της κυβέρνησης.
Κάνοντας την υπόθεση ότι όλα θα γίνουν χωρίς να υπάρξουν εμπλοκές - αρνήσεις από πλευράς δανειστών και εργοδοτών, κάτι οποίο προαναφέραμε αποτελεί αυταπάτη για όποιον θέλει να το πιστεύει,  στην καλύτερη περίπτωση η όλη διαδικασία αύξησης, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο θα τεθεί σε εφαρμογή στο τέλος Α' εξαμήνου 2019, δηλαδή στην περίοδο που θα ισχύει το μειωμένο αφορολόγητο. Αν υποθέσουμε ότι η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα είναι της τάξης του 10% (είναι αυστηρά υπόθεση εργασίας και δεν στηρίζεται σε κάποια πληροφόρηση) τότε η πραγματική αύξηση στο μισθό πριν από το φόρο θα είναι € 49. Από αυτά τα € 49 τα 36,5 (75%) θα πάνε στο κράτος ως φόρος εισοδήματος και μόλις €12,5 θα μείνουν στο μισθωτό. Αν μάλιστα η αύξηση είναι μέχρι 7% τότε όλο το ποσό της αύξησης του κατώτατου μισθού θα πάει στον αυξημένο φόρο μαζί με ένα τμήμα από τον μέχρι τότε μισθό. Δηλαδή αντί για αύξηση θα σημειωθεί μείωση του πραγματικού μισθού.
Συνεπώς για μία ακόμα φορά στήνονται σενάρια εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων από την κυβέρνηση των φόρων. Διαμορφώνουν σενάρια αύξησης των κατώτατων μισθών αλλά στην πράξη ακόμα και αν αυτά πραγματοποιηθούν δεν θα αποφέρουν τίποτα στους ίδιους τους εργαζόμενους καθώς θα πάνε στα κρατικά ταμεία ως νέοι φόροι, προς ικανοποίηση των δανειστών.

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 403, 14/4/2018

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες




Μια ακόμα φορολογική αναμόρφωση σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων

του Παύλου Δερμενάκη




Π
ριν την κρίση και τα μνημόνια η φορολογία της ακίνητης περιουσίας ήταν ελάχιστη και αφορούσε, κατ΄ ευφημισμό, τη μεγάλη ακίνητη περιουσία. Δεδομένου όμως ότι, όπως πάντοτε, οι έχοντες και κατέχοντες δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν φόρους έχοντας τη δυνατότητα της φόρο-αποφυγής με διάφορους τρόπους, οι σταθεροί φόροι που εισέπραττε το κράτος επί της ακίνητης περιουσίας (εξαιρουμένων των φόρων μεταβιβάσεων) ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. Αυτό το "κενό φορολογίας" καλύφθηκε την εποχή των μνημονίων αλλά όπως πάντοτε με τη γνωστή συνταγή. Τη μεγάλη μάζα των φόρων να την καταβάλλουν τα λαϊκά στρώματα και οι έχοντες και κατέχοντες ολιγάρχες να επιβαρύνονται με ελάχιστα. Έτσι την περίοδο των μνημονίων δημιουργήθηκε ένα νέο πεδίο φορολογικής επιδρομής σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, αυτό της επιβολής φόρου στην ακίνητη περιουσία.
Η διαδικασία ξεκίνησε το 2009 με τη μείωση του αφορολόγητου για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία σε € 400.00 και συνεχίστηκε η μείωσης κατά € 100.000 τα επόμενα δύο έτη. Το 2012 με "εμπνευστή" τον Ευάγγελο Βενιζέλο η μνημονιακή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, για ν αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, κατέφυγε στην εφαρμογή του ΕΕΤΗΔΕ μέσω της ΔΕΗ. Ο ΕΕΤΗΔΕ αφορούσε πλέον όλα τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα ανεξαρτήτως αξίας (βέβαια, όπως πάντοτε, μπήκαν κάποιες εξαιρέσεις για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα). Η φορολογία στα ακίνητα γενικεύθηκε στη συνέχεια ως ΕΝΦΙΑ, το 2014, με "εμπνευστή" στη νέα του μορφή τον Γιάννη Στουρνάρα. Έτσι βρέθηκαν όλοι οι ιδιοκτήτες κάθε μορφής ακινήτων στο δόκανο της εφορίας. Ακόμα και για ακίνητα που δεν αποφέρουν κανένα όφελος στον ιδιοκτήτη του επιβάλλεται φορολογία. Επίσης τα λαϊκά στρώματα επιβαρύνονται με φόρο για ακίνητα που επί της ουσίας δεν τους ανήκουν, καθώς είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες, με αβέβαιη τη δυνατότητα να εξοφληθούν. Άρα μεγάλο μέρος από αυτά τα ακίνητα, που επιβαρύνουν σήμερα τους προσωρινούς ιδιοκτήτες τους με τον ΕΝΦΙΑ, θα πάρουν κάποια στιγμή το δρόμο του πλειστηριασμού, ή κατάσχονται για χρέη προς το δημόσιο.
Ο ΕΝΦΙΑ εφαρμόζεται συνεπώς σε κάθε ακίνητο με βάση την αντικειμενική του αξία και την προβλεπόμενη κλίμακα φορολογίας. Οι αντικειμενικές αξίες που μέχρι σήμερα αξιοποιούνται είναι εκείνες του 2008, εποχή κατά την οποία η αγορά ακινήτων βρέθηκε στο υψηλότερο ιστορικά σημείο της. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει τον ΕΝΦΙΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση κινήθηκε στην γραμμή σφοδρής καταγγελίας του φόρου ακίνητης περιουσίας. Το Σεπτέμβριο 2014 που εφαρμόστηκε ο ΕΝΦΙΑ ο ΣΥΡΙΖΑ οργάνωνε κινητοποιήσεις στις γειτονιές για να μην πληρωθεί, υποσχόμενος την κατάργησή του αμέσως μόλις γίνει κυβέρνηση. Αυτή η ρητορική, για το συγκεκριμένο θέμα, σε συνδυασμό με τη λαϊκή αγανάκτηση διαμόρφωσε στις εκλογές που ακολούθησαν 5 μήνες μετά ένα ισχυρό ρεύμα που συνέβαλε στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Όμως στην γνωστή πορεία μετάλλαξης η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έγινε και αυτή μνημονιακή. Η δε πρώτη μεγάλη "επιτυχία" της ήταν η αθέτηση της υπόσχεσης προς το λαό για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η ισχυρή δέσμευσή της στους δανειστές να συνεχιστεί η εφαρμογή του και μετά το 2016 με τις ίδιες αντικειμενικές αξίες και όταν θα χρειαστεί αυτές να αναπροσαρμοστούν (κοινώς εθεωρείτο ότι θα μειωθούν λόγω της μεγάλης μείωσης της αξίας των ακινήτων) θα μεταβληθούν οι φορολογικοί συντελεστές ώστε το ποσό που εισπράττει το κράτος, η φορολογική επιβάρυνση, να παραμείνει σταθερό στα € 3,2 δισεκ.
Έκτοτε η υπόθεση αναπροσαρμογή αντικειμενικών αξιών έχει περάσει από "40 κύματα" χωρίς να ολοκληρωθεί καθώς όλο πήγαινε για αργότερα. Χρειάστηκε να υπάρξουν δικαστικές αποφάσεις που κίνησαν ιδιοκτήτες εύπορων περιοχών (Φιλοθέη, Παλαιό Ψυχικό κλπ) που επέβαλλαν την αλλαγή – μείωση των αντικειμενικών αξιών καθώς και η συμφωνία με τους δανειστές να ενταχθούν οι αλλαγές στις τιμές στα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης, για να δρομολογηθούν οι εξελίξεις. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις προς τους δανειστές θα πρέπει πριν τα μέσα Μαΐου 2018 να έχουν οριστεί οι νέες αντικειμενικές αξίες και να αναπροσαρμοστούν οι συντελεστές ΕΝΦΙΑ, αν χρειάζεται, ώστε η τελική φορολογική επιβάρυνση να παραμείνει στα € 3,2 δισ.
Για τις νέες τιμές, για λογαριασμό του Υπουργείου Οικονομικών, εργάστηκαν 200 εκτιμητές ακινήτων έχοντας χωρίσει τη Χώρα 10.000 ζώνες και υπέβαλλαν τις προτάσεις τους για να καταλήξει το Υπουργείο στις τελικές τιμές. Από τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα και τις εκτιμήσεις, με δεδομένο το τελικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης των 3,2 δισ. ευρώ, αυτό που αναμένεται είναι η για μία ακόμα φορά αναδιανομή των φόρων σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων και υπέρ των ευπόρων. 
Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, και με δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνηση στους δανειστές το τελικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης να παραμείνει σταθερό, αυτό που αναμένεται είναι μία ακόμα αναδιανομή των φόρων σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων

Αύξηση φόρων για τα χαμηλά εισοδήματα

Λαμβάνοντας υπόψη την μεγάλη πτώση στις εμπορικές τιμές λογικό ήταν να αναμένουμε γενικά μείωση και στις αντικειμενικές. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι εμπορικές τιμές στις κατοικίες στην περίοδο 2008-2017 έχουν υποχωρήσει κατά 45%. Όμως από τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα φαίνεται ότι η κυβέρνηση, που ανακαλύπτει και επιβάλλει νέους φόρους, όπως τις αποδίδει τα εύσημα ο Γερμανικός τύπος, ετοιμάζεται για μία ακόμα αντιλαϊκή ανατροπή. Την αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Στο σύνολο των 10.000 ζωνών προκύπτουν αυξήσεις στο 60%, μειώσεις στο 23% και αμετάβλητες τιμές στο 17%. Μία από τις “εφευρέσεις” για την μαζική αύξηση των τιμών και κατ' επέκταση των φόρων στις λαϊκές συνοικίες είναι η αντιστοίχιση της εμπορικής αξίας με το κατασκευαστικό κόστος. Θεωρούν ότι όταν το κατασκευαστικό κόστος σε διαμέρισμα ανέρχεται στα 1.000 ευρώ δεν μπορεί η αντικειμενική αξία να είναι 600 με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται προτάσεις για αύξηση στα 850-900 ευρώ. Φυσικά αυτές οι προσεγγίσεις δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές εμπορικές τιμές, που είναι πολύ χαμηλές, αλλά αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι να εξασφαλίσει τον ΕΝΦΙΑ των 3,2 δισ. ευρώ χωρίς να χρειαστεί να κάνει μεγάλες ή ακόμα και καθόλου αλλαγές στους συντελεστές.
Οι κύριες μειώσεις αντικειμενικών αξιών αναμένονται σε κάποιες από τις ακριβές περιοχές. Εκεί που η τιμή ζώνης είναι άνω των € 2.500 εκτιμώνται μειώσεις της τάξης του 15%. Άλλωστε για αυτές τις περιοχές υπάρχουν ήδη δικαστικές αποφάσεις (Συμβούλιο Επικράτειας) που επέβαλλαν αυτές τις αλλαγές. Επίσης μειώσεις τιμών αναμένονται στη Δυτική Μακεδονία, τη Θράκη και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα αναμένονται αυξήσεις τιμών. Η “σφαγή” αναμένεται να γίνει στις λαϊκές συνοικίες, εκεί που οι τιμές ζώνης είναι κάτω από τα 1.000 ευρώ. Η Δυτική Αθήνα και η Δυτική Θεσσαλονίκη αναμένεται να πληγούν περισσότερο. Οι αυξήσεις μπορεί να φτάσουν έως το 40-50%. Επίσης με το επιχείρημα της τουριστικής ζήτησης γενικεύονται σημαντικές αυξήσεις στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Με βάση τα παραπάνω ετοιμάζεται ένας ακόμα γύρος φορολογικής επιδρομής, από την "κυβέρνηση της αριστεράς" σε βάρος της λαϊκής περιουσίας. Αυτή τη φορά θα γίνει στο όνομα του εξορθολογισμού των αντικειμενικών αξιών για να συμβαδίζουν με τις εμπορικές. Με αυτή τη μέθοδο και με σταθερή το φορολογική επιβάρυνση θα γίνει αναδιανομή των φορολογικών βαρών από τους πλουσιότερους προς τα λιγότερο εύπορα λαϊκά στρώματα. Όπως ακριβώς θα γίνει και με τη μείωση του αφορολόγητου από € 8.600 σε € 5.600 το οποίο φαίνεται ότι ετοιμάζονται να εφαρμόσουν από 1/1/2019, για να έχουν στη συνέχεια την ευχέρεια να μειώσουν τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή (45%) και το συντελεστή φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων από 29% σε 26%. 
Αλχημείες μπροστά στο πολιτικό κόστος
Οι παραπάνω αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές να ισχύσουν από φέτος. Όμως η εφαρμογή τους καθώς πλησιάζουμε σε εκλογική περίοδο δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην κυβέρνηση. Διάφορες κυβερνητικές "αλχημείες" για αύξηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ σε περιουσίες άνω των 200.000 ευρώ δεν έχουν γίνει αποδεκτές από τους δανειστές. Μέσω αυτής της διαδικασίας η κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει στα ίδια επίπεδα τον βασικό ΕΝΦΙΑ για τις λαϊκές συνοικίες, αν και θα αυξήσει τις αντικειμενικές τιμές, και να μεταφέρει το κόστος της αλλαγής των τιμών στις μεσαίες και μεγάλες περιουσίες. Η απάντηση των δανειστών σε αυτούς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς ήταν ότι δεν μπορεί να ασκείται κοινωνική πολιτική δια του ΕΝΦΙΑ και κυρίως πως δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι μεσαίες και μεγάλες περιουσίες. Συνεπώς η κυβέρνηση λόγω των επικείμενων εκλογών ετοιμάζεται να εξορκίσει το "κακό" του αναμορφωμένου ΕΝΦΙΑ με την διατήρηση του ισχύοντος μέχρι σήμερα συστήματος και για το 2018. Οι νέες αντικειμενικές θα ισχύουν για όλες τις άλλες (20 τον αριθμό) φορολογικές επιβαρύνσεις που λόγω οικονομικής συγκυρίας, στην παρούσα περίοδο δεν έχουν μεγάλη βαρύτητα για τους "ιθαγενείς".
Ανεξάρτητα τι θα ισχύσει το 2018 για μία ακόμα φορά, μέσω της διαδικασίας της "αναμόρφωσης" και του "εκσυγχρονισμού" του φορολογικού συστήματος, το βάρος θα μεταφερθεί στα λαϊκά στρώματα. Απλά λόγω εκλογικής συγκυρίας μπορεί να αργήσει η εφαρμογή του νέου χαρατσιού για ένα χρόνο.
Δημοσίευση: Εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς" Φύλλο 402, 6/4/2018